RSS

Category Archives: Κατσουνάκη Μαρία

Ποιος πολιτισμός κυριαρχεί;


Tης Mαριας Kατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10-10-10

Οι έρευνες για τον πολιτισμό είναι βολικοί στόχοι. Βούτυρο στο ψωμί της καταγγελτικής ευκολίας. Οι αντιδράσεις ποικίλες: ηθικολογικού, κοινωνικού, σκωπτικού περιεχομένου. Τα συμπεράσματα δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες. Και ποτέ δεν θα ανταποκριθούν. Πίσω από τα αποκαλυπτικά ποσοστά προβάλλει πάντα απειλητική η φιγούρα του «ακούλτουρου ανθρώπου». Ή στην καλύτερη περίπτωση εκείνου που τσιμπολογάει σκόρπιες πληροφορίες από σποραδικά ακούσματα, θεάματα και, σπανιότερα, αναγνώσματα. Οι πιο υποψιασμένοι κρυφογελούν σαρκαστικά, οι υποψιασμένοι κουνούν με νόημα το κεφάλι και οι έτοιμοι να εξαγάγουν συμπεράσματα μένουν με το στόμα ανοιχτό και απαξιώνουν εκείνους (την πλειοψηφία, δηλαδή) που αγνοεί την πολιτιστική κίνηση της χώρας.

Πριν από τέσσερα χρόνια, μια έρευνα για τον πολιτισμό που διενήργησε η εταιρεία Metron Analysis για λογαριασμό του περιοδικού highlights, είχε προσφέρει άφθονο υλικό. Σε ένα δείγμα 2.000 (πανελλαδικά),, το 51% δεν γνώριζε πού βρίσκεται η Εθνική Βιβλιοθήκη, οι τρεις στους δέκα δεν είχαν πάει ποτέ στην Ακρόπολη, μόνο το 3% είχε επισκεφθεί αρχαιολογικούς χώρους και μόνο το 4% παρακολουθούσε θεατρικές παραστάσεις. Στην ερώτηση για «έναν Ελληνα σύγχρονο σκηνοθέτη κινηματογράφου» το 14% είχε απαντήσει «Θόδωρος Αγγελόπουλος» και το 6% «Φώσκολος». Ως διασημότερο Ελληνα συνθέτη το 22% είχε αναδείξει τον Μίκη Θεοδωράκη και το 3% τον Φοίβο και τον Μάνο Χατζιδάκι!

Την εβδομάδα που μας πέρασε, μια νέα έρευνα ο «Σφυγμός πολιτισμού» επανέφερε συγγενείς αρρυθμίες. Πρωτοβουλία των Διεθνών Σχέσεων Πολιτισμού και της εταιρείας στατιστικών ερευνών ΑΠΟΨΙΣ – SMR, στηρίχθηκε σε 1.500 άτομα απ’ όλη την Ελλάδα. Στην ερώτηση «πόσο συχνά επισκέπτεστε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους», το 61,7 απάντησε σπάνια και το 12,1% καθόλου. Μικρή ανάσα ανάκαμψης σε ό,τι αφορά το Νέο Μουσείο Ακρόπολης: το είχε επισκεφθεί το 40,6% στο νομό Αττικής και το 23,3% στο σύνολο της χώρας. Οταν όμως ζητήθηκαν «ονόματα Ελλήνων καλλιτεχνών των οποίων το έργο θεωρείται αξιόλογο», οι απαντήσεις, στο χορό και στα εικαστικά τουλάχιστον, εντυπωσιάζουν με το εύρος και την ποικιλία τους. Στο χορό υπερίσχυσαν ο Παπαϊωάννου και ο Μεταξόπουλος (με αυτήν τη σειρά) και στα εικαστικά ο Θεοτοκόπουλος (ο Δομήνικος υποθέτουμε) έρχεται πρώτος και ακολουθούν Μόραλης, Μυταράς και Φασιανός.

Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο. Δεν έχει νόημα. Η σταχυολόγηση θυμίζει multiple choise ή τηλεπαιχνίδι στο οποίο καμία από τις επιλογές δεν θεωρείται λανθασμένη. Θολό το πολιτιστικό τοπίο, θολές και οι έρευνες για τον πολιτισμό. Δεν προσφέρουν επιπλέον πληροφορίες ούτε για το πού βρισκόμαστε ούτε για το πώς πορευόμαστε. Το εκάστοτε δείγμα ανακυκλώνει στερεότυπα που προσφέρει η τηλεοπτική του –κυρίως– εκπαίδευση. Το γνωστικό αντικείμενο εξάλλου είναι τόσο μεγάλο, ώστε τα αποτελέσματα να μην είναι τίποτα περισσότερο από συμβατικές, επαναλαμβανόμενες, ασαφείς φράσεις, σε ασαφείς ενδείξεις. Τα ονόματα που δημοσιοποιούνται συχνότερα (από τα ΜΜΕ), εγγράφονται στη μνήμη του αμύητου κοινού. Οι απαντήσεις εκμαιεύονται, τα συμπεράσματα ανταποκρίνονται σε μια πλασματική περί πολιτισμού εικόνα.

Ο όρος «πολιτισμός» και μόνο μπορεί να προκαλέσει πολλές αναταράξεις και διαφωνίες στην όποια προσπάθεια προσδιορισμού. Στην πολυσυλλεκτική εποχή μας το «κάπου είδα, κάτι άκουσα» είναι καθεστώς αλλά αν επιχειρούσαμε μια περιήγηση στις έννοιες (όπως «πολιτιστική εκδήλωση», για παράδειγμα) θα έπρεπε να αρκεστούμε σε πρωτόλειες ερμηνείες. Ο πολιτισμός θεωρείται αυτονόητος, αλλά αγνοούμε τα συστατικά του. Οσοι απαντούν ότι γνωρίζουν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, μπορούν, άραγε, στο ίδιο ποσοστό, να ονομάσουν τον σκηνοθέτη της «Αναπαράστασης» ή του «Θιάσου»; Ή όσοι επιλέγουν τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο αναγνωρίζουν και την «Ταφή του κόμητα Οργκάθ»;

Στις σχετικές έρευνες, το βασικό ερώτημα είναι ποιος πολιτισμός προάγεται από την εξουσία και ποιος πολιτισμός κυριαρχεί. Με ποιο μοντέλο πορευόμαστε και γιατί απορούμε όταν το 73,8% δηλώνει ότι επισκέπτεται σπάνια ή ποτέ μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα. Ο πολιτιστικός σφυγμός στη χώρα μας έχει διαφορετικό ρυθμό. Μετριέται στις αποκλίσεις.

 

Πολιτισμός με σφαλιστές πόρτες;

Οι μετανάστες, λοιπόν, «βλάπτουν την Ελλάδα» και στον πολιτισμό. Σε έρευνα της Public Issue (δημοσιεύτηκε στην «Κ» την Κυριακή), το 57% πιστεύει ότι οι επιπτώσεις της μετανάστευσης δεν είναι ορατές μόνο στην οικονομία ή στην αύξηση της εγκληματικότητας αλλά και στον πολιτισμό! Η νεφελώδης και εξαιρετικά ευρύχωρη (μήπως και εύχαρις) αυτή έννοια αποκτά αίφνης έναν σκοτεινό και απειλητικό χαρακτήρα. Από τη μια, υποθέτουμε, οι «αξίες και παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα» κινδυνεύουν να χάσουν την καθαρότητα και τον αμιγή ελληνικό χαρακτήρα τους. Να αναμειχθούν με «ξενόφερτα» στοιχεία, να εκπροσωπούν και άλλους κόσμους, να συντονιστούν με αλλότριους ρυθμούς, να επηρεαστούν από ανεξέλεγκτες ιστορίες.

Οπως είπε και από άμβωνος ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος, αν εφαρμοστεί το νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό, «θα μαυρίσει ο τόπος, θα γεμίσουμε παραρτήματα της Αλ Κάιντα», τα οποία, ως γνωστόν, δεν φημίζονται για τις φιλότεχνες προθέσεις τους.

Προφανώς, όταν ο Σεβασμιώτατος εξέφραζε το φόβο του για τη «μαυρίλα», δεν περιέγραφε ρασοφόρους εξωμότες. Ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, στην προσωπική του λίστα, έχει χρώμα και προέλευση.

Να είναι άραγε καλλιτεχνικές οι ενστάσεις του; Να βρίσκει τη μουσική τους πολύ «σωματική», το θέατρο ή τη λογοτεχνία τους «επαναστατική»; Το μήνυμα που απηύθυνε στο εκκλησίασμα είχε πάντως μια εμπόλεμη χροιά: «Φυλάξτε την πατρίδα μας, φυλάξτε την Ελλάδα μας, φυλάξτε την ιστορία και το γένος μας».

Ας κλείσουμε πόρτες και παράθυρα, λοιπόν, μήπως δούμε μια άσπρη μέρα. Ας αποκλείσουμε μετανάστες ηθοποιούς και δημιουργούς που έχουν εμπλουτίσει με το ταλέντο τους την ελληνική σκηνή ή οθόνη, γιατί μπορεί να μας «βλάπτουν» και να μην το αντιλαμβανόμαστε. Οι λογοτέχνες θα πρέπει από τώρα και στο εξής να προσκομίζουν στον εκδότη τους και ειδικό πιστοποιητικό ελληνικότητας.

Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος μήπως θα πρέπει να επανεξετάσει το γεγονός ότι αυτό τον καιρό παρουσιάζει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου έργο που υπογράφει Βούλγαρος μετανάστης; Και πώς να λησμονήσουμε ότι πριν από τρία χρόνια φιλοξένησε παράσταση με τίτλο «Ενας στους δέκα», που βασιζόταν σε εμπειρίες μεταναστών; Και οι «Εμιγκρέδες» του Μρόζεκ με συντελεστές και ηθοποιούς από την Αλβανία;

Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τις ανοιχτές προθέσεις μας και τα κριτήριά μας; Για να μη στραφούμε στο παρελθόν και κοκκινίσουμε από ντροπή για τις (πνευματικές ευτυχώς) αμαρτίες που έχουμε διαπράξει παρακολουθώντας θεάματα του Πίτερ Μπρουκ ή της Αριάν Μνούσκιν. Ο πρώτος, έχει μια εμμονή σε Αφρικανούς ηθοποιούς και στην αφρικανική κουλτούρα, η δεύτερη, οργάνωσε ολόκληρο θέαμα για να μιλήσει για τα απελπισμένα καραβάνια των προσφύγων και την υποδοχή που τους επιφυλάσσουν οι δυτικές κοινωνίες. Και οι δύο κορυφαίες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στον οποίο εντάσσονται και δεκάδες άλλοι καλλιτέχνες με παρόμοιες ευαισθησίες.

Ομως, εμείς, εδώ, δηλώνουμε (σε ποσοστό 57% – για να μην ξεχνιόμαστε) ότι τα πολιτιστικά ανακατέματα «βλάπτουν» τη χώρα μας. Ας πάρουμε, λοιπόν, τα μέτρα μας έστω και αν «ο πολιτισμός είναι ένας ορίζοντας τον οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε, η βαρβαρότητα ένας πυθμένας από τον οποίο προσπαθούμε να απομακρυνθούμε». Το υποστηρίζει Βουλγαρογάλλος στοχαστής – φιλόσοφος που μάχεται το ρατσισμό, τον εθνοκεντρισμό και αναζητεί έναν καινούργιο ανθρωπισμό.

Από εκείνον, τον Τσβετάν Τοντόροφ, αλιεύσαμε και τη φράση (δάνεια, όχι δική του): «Προφανώς, χωρίς ανθρώπους, κουλτούρα δεν υπάρχει· άλλο τόσο όμως και πιο σημαντικό, χωρίς κουλτούρα, δεν υπάρχουν άνθρωποι».

Εκτός εάν, στη χώρα μας πάντα, το πρόβλημα είναι εννοιολογικό: δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τον «πολιτισμό» ενώ συνοψίζουμε χωρίς δυσκολία τον «μετανάστη». Στην πρώτη περίπτωση, απαιτούνται εργαλεία μακρόχρονης εκπαίδευσης. Στη δεύτερη, αρκούν πολιτικές σκοπιμότητες και ΜΜΕ. Δίνουν πλούσιους καρπούς, στο μεγάλο ελληνικό μικροαστικό θερμοκήπιο.

  • Tης Μαριας Κατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Tρίτη, 2 Φεβρουαρίου 2010
 
Leave a comment

Posted by on February 2, 2010 in Κατσουνάκη Μαρία

 

Τι θα πρωτοκάνει;

Mπορεί το υπουργείο Πολιτισμού να μην ήταν ποτέ πρωταρχική έγνοια των εκάστοτε πρωθυπουργών, αυτή τη φορά όμως δύσκολα θα ήθελε να βρίσκεται κάποιος στη θέση του Παύλου Γερουλάνου. Στις προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή θύμιζε ακροβάτη που ισορροπεί με επιδεξιότητα σε τεντωμένο σχοινί, ενώ ταυτόχρονα πετάει τρεις κορύνες στον αέρα, οι οποίες –εννοείται– δεν πρέπει να σωριαστούν με γδούπο στο έδαφος. Η ομιλία του νέου υπουργού Πολιτισμού, Τουρισμού με αρμοδιότητες και στον Αθλητισμό και στα ΜΜΕ (σε ένα τμήμα τους), προσπάθησε να συμπεριλάβει, να παρουσιάσει τα σημαντικότερα σημεία και, παράλληλα, να δώσει ένα στοιχειώδες στίγμα των θεμάτων τα οποία καλείται να χειριστεί.

Οπότε, κατ’ αρχάς, οποιοσδήποτε οφείλει να είναι πολύ συγκρατημένος και επιφυλακτικός στην κριτική του. Διότι, όσο καλά και να είσαι προετοιμασμένος, όσο και ταχύρρυθμα μαθήματα να έχεις πάρει ώστε να ανιχνεύεις ναρκοθετημένη περιοχή, πόσο μπορείς να ελιχθείς χωρίς απώλειες ανάμεσα σε μουσεία, ντόπινγκ, βία στα γήπεδα, θρησκευτικό τουρισμό (θα χρειαστεί μάλλον διευκρίνιση, μας τρόμαξε κάπως), εναλλακτικό τουρισμό;

Ο νέος, ευγενής, με διακριτική παρουσία, υπουργός έδωσε μια απάντηση συγκινησιακά φορτισμένη: «Είναι η ταυτότητά μας», είπε. «Είναι αυτά που μας ενώνουν σε κάτι μοναδικά δικό μας, ως μέρος της ιστορίας μας, των χαρακτηριστικών που κληρονομήσαμε και του τρόπου ζωής που σήμερα μας εκφράζει».

Θα ήταν άδικο, πρόωρο και ως εκ τούτου εμπαθές να βγάλει κανείς συμπεράσματα από μια παρθενική εμφάνιση, που επιχειρούσε να συνοψίσει πρώτες σκέψεις. Και ορισμένες μάλιστα μας ξάφνιασαν ευχάριστα. Οπως η φράση του περί «ανάληψης εμβληματικών δράσεων και πρωτοβουλιών, για την “εικόνα της πόλης”, τη θέσπιση κανόνων για τις κεραίες της τηλεόρασης, τις επιγραφές και τις διαφημίσεις». Eνδεχομένως να είναι αντικείμενο και άλλου υπουργείου, αλλά ο κ. Γερουλάνος υπογράμμισε με έμφαση την «ανάδειξη και αξιοποίηση» της «σύγχρονης κουλτούρας μας, από τον τρόπο ζωής μέχρι τη μεσογειακή διατροφή».

Οταν ένα πρόσωπο καλείται να εκπροσωπήσει τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους τομείς, είναι αναμενόμενες και οι ασάφειες και οι γενικότητες και η κάλυψη της αμηχανίας με εμπλουτισμένα λεκτικά σχήματα. Γιατί, ο νέος υπουργός, όταν ήθελε και μπορούσε να είναι συγκεκριμένος και εντοπισμένος, ήταν. Με χαρά και ανακούφιση ακούσαμε, για παράδειγμα, ότι θα προχωρήσει στην «άμεση ψήφιση νόμου-πλαισίου για τον κινηματογράφο». Η διελκυστίνδα μηνών, η ολιγωρία και η έλλειψη αποφασιστικότητας των προκατόχων του έφερε το (γνωστό) αδιέξοδο στο χώρο, με άμεση συνέπεια τα τραυματισμένα γενέθλια του επερχόμενου 50ού Φεστιβάλ, με απουσία ελληνικών ταινιών.

Για την παράδοξη και αγοραία σύζευξη Πολιτισμού – Τουρισμού αναφέρθηκε ήδη σε κυριακάτικα άρθρα του ο Αντώνης Καρκαγιάννης, ελπίζοντας, όπως έγραψε, να ανοίξει κάποια συζήτηση, που εκκρεμεί από δεκαετίες. Επανερχόμαστε, όχι για να συνεισφέρουμε στο διάλογο, αλλά για να διευρύνουμε την απορία μας. Πώς θα κρατήσει ο κ. Γερουλάνος τόσες καυτές πατάτες στα χέρια του; Οσο και να τις μοιράσει στους συνεργάτες του, πάλι εκείνος οφείλει να έχει το γενικό πρόσταγμα. Πώς θα ασχοληθεί με «καρκινώματα που πρέπει να ξεριζωθούν» από το σώμα του αθλητισμού, και ταυτόχρονα θα θέλει να έχει αποτελέσματα σε προγράμματα ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων, ενώ θα νοιάζεται και «για την ανάδειξη και προστασία του μοναδικού ελληνικού τοπίου», παράλληλα με τα ανοιχτά μέτωπα των συμβασιούχων, των (ετερόκλητων) επιχορηγήσεων, της φύλαξης των αρχαιολογικών χώρων, της συντήρησης μνημείων κ. ο. κ.

Προφανώς, κάποιοι σχεδιασμοί θα υπάρχουν, που, εμείς, αγνοούμε προς το παρόν και θα ανακαλύψουμε σιγά σιγά, καθώς το νήμα των εκκρεμοτήτων θα αρχίσει να ξετυλίγεται μαζί με τα συσσωρευμένα επί έτη προβλήματα.

Ελπίζουμε, μόνο, να μην υπερφαλαγγίσουν τον κ. Γερουλάνο ο χρόνος και τα προβλήματα.

  • Tης Μαριας Κατσουνακη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/10/2009
 

Ας μην είναι, απλώς, ο επόμενος…

«Με τα πυροτεχνήματα δεν τερματίζονταν απλώς οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Εκλεινε συμβολικά και η πρώτη φάση της μεταπολίτευσης που διήρκεσε ακριβώς μια τριακονταετία – η φάση του διονυσιασμού. Το λεξιλόγιο και το εικονοστάσιο της τριακονταετούς εξωστρεφούς Γιορτής είχαν κλείσει τον κύκλο τους και όφειλαν να παραδώσουν τη θέση τους στους διαδόχους τους: στο λεξιλόγιο και το παράδειγμα της παραγωγής και της εργασίας. Το γεγονός, λοιπόν, είναι πως αυτή η κυβέρνηση είχε να διαχειριστεί δημιουργικά ένα πένθος, αλλά δυστυχώς νόμισε πως είχε να συνεχίσει ένα πανηγύρι».

Αντιγράφουμε από τις προτάσεις του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού (Ε. ΚΕ. ΘΕ. Χ.) για τη χάραξη μιας εθνικής πολιτικής στους τομείς που εκπροσωπεί, το οποίο θα βρει στο γραφείο του ο νέος υπουργός Πολιτισμού. Δεκαεπτά σελίδες που επεξεργάστηκε μια άτυπη ομάδα εργασίας αποτελούμενη από μέλη του Δ. Σ. και ανέλαβε να συντάξει και να διαμορφώσει σε κείμενο ο σκηνοθέτης (και αντιπρόεδρος του Ε. ΚΕ. ΘΕ. Χ.) Βασίλης Παπαβασιλείου. Σπάνια πολιτιστικοί οργανισμοί υποβάλλουν προτάσεις που ξανοίγονται σε εκτιμήσεις υπό μορφή δέσμης ιδεών προς συζήτηση, διατρέχοντας την πολιτιστική πολιτική της τελευταίας 35ετίας. Ως προς την ανάλυση και τις θέσεις, το υπόμνημα αυτό αποτελεί υπόδειγμα γραφής, προβληματισμού και κίνητρο για μια σύντομη αναδρομή. Τόσο σύντομη που θα μπορούσε να συνοψίζεται σε μια φράση: «Η ασκούμενη σήμερα πολιτική χαρακτηρίζεται από αντιπαραγωγικό – αντιαναπτυξιακό πνεύμα. Ανταποκρίνεται μάλλον στην εικόνα ενός γενικευμένου φιλόπτωχου ταμείου – συσσιτίου καλλιτεχνών παρά σ’ αυτήν ενός αναπτυξιακού τομέα της εθνικής οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας».

Κάπως έτσι. Οι τέχνες ουδέποτε θεωρήθηκαν μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Γι’ αυτό και συχνά περαστικοί ένοικοι της Μπουμπουλίνας μιλούσαν απαξιωτικά για «κρατικοδίαιτο πολιτισμό» επιθυμώντας να καταργήσουν τον θεσμό των επιχορηγήσεων. Ο στόχος μπορεί να μην επετεύχθη διά νόμου, όμως έτσι όπως μετακυλίονται τα χρεωστούμενα ποσά από χρόνο σε χρόνο ημιακυρώνονται διά των καθυστερήσεων και του πληθωρισμού. Στο ξεκίνημά τους, οι επιχορηγήσεις, είτε ως συμβολική αναγνώριση καταξιωμένων είτε ως ενθάρρυνση νέων καλλιτεχνών, φιλοδοξούσαν να αναμορφώσουν τον θεατρικό χάρτη. Σήμερα, ο θεσμός μπορεί να χρειάζεται επανατοποθέτηση και επαναπροσδιορισμό, ασφαλώς όχι όμως κατάργηση.

Παραστατικές τέχνες, μουσειακή πολιτική, κρατικές σκηνές, κινηματογραφικά αδιέξοδα (ο νόμος που εκκρεμεί με εμφανείς συνέπειες στον χώρο), κ. ο. κ. Ο, τι αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, ο πολιτισμός της δηλαδή, αντιμετωπίζεται, αρμοδίως, ως φωτογενής πολυτέλεια.

Ο επόμενος υπουργός Πολιτισμού, ας ευχηθούμε, να μην είναι, απλώς, ο επόμενος…

  • Tης Μαριας Κατσουνακη, Η Καθημερινή, 05/10/2009