RSS

Category Archives: Πολιτιστική πολιτική

Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Εργων: Καταργείται ως μορφή, παραμένει ως περιεχόμενο

Σε ενίσχυση του ιδιωτικοοικονομικού προσανατολισμού που το κράτος θέλει να επιβάλει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία «μεταλλάσσεται» η προωθούμενη κατάργηση του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Εργων (ΤΔΠΕΑΕ), όπως προκύπτει με νομοσχέδιο για την κατάργηση οργανισμών που αναρτήθηκε για «δημόσια διαβούλευση»! Το ΤΔΠΕΑΕ είναι ΝΠΙΔ (συστάθηκε το 1992), που εποπτεύεται από το ΥΠΠΟ-Τ, με στόχο τη διαχείριση μεγάλων αρχαιολογικών έργων (λ.χ. σε Ακρόπολη, Μυστρά, Κνωσό κ.α.)… με ιδιωτικοοικονομική «ευελιξία». Ο ιδρυτικός νόμος φανέρωνε ότι το ΤΔΠΕΑΕ αποτελεί ένα από τα «εργαλεία» του αστικού κράτους για την «εμπέδωση» της ιδιωτικοοικονομικής διαχείρισης του πολιτισμού από τους κρατικούς φορείς, αφού «δεν υπάγεται στο δημόσιο τομέα και λειτουργεί και διαχειρίζεται τις πιστώσεις κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, εξαιρείται των διατάξεων του δημοσίου λογιστικού (…) προσλαμβάνει το απαιτούμενο προσωπικό, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων (…) προκηρύσσει τους αναγκαίους για την εκτέλεση των έργων διαγωνισμούς (…) υπογράφει συμβάσεις και εγκρίνει κάθε άλλη αναγκαία δαπάνη για την εκτέλεση των έργων και τη λειτουργία του Ταμείου». Ετσι, ως ΝΠΙΔ, έχει «ευελιξία» στις προσλήψεις, στις αναθέσεις μελετών και στην ίδρυση τοπικών τεχνικών γραφείων. Επιπλέον, τα χρήματα που πάνε στην «αγορά», μέσω του Ταμείου, θα μπορούσαν να πάνε απευθείας στις υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, όπως εκείνες απαίτησαν πάμπολλες φορές. Read the rest of this entry »
 

Tags:

2008: Οι επεκτάσεις του Μεγάρου συρρίκνωσαν ακόμη περισσότερο το Πάρκο Ελευθερίας: «Βήμα» προώθησης της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας

2008: Οι επεκτάσεις του Μεγάρου συρρίκνωσαν ακόμη περισσότερο το Πάρκο Ελευθερίας

Το ρόλο του ως «ναυαρχίδας» της αστικής κουλτούρας και της αστικής πολιτικής στον πολιτισμό – και όχι μόνο σε αυτόν – επιβεβαίωσε το Μέγαρο Μουσικής της Αθήνας κατά την παρουσίαση του προγράμματος της νέας καλλιτεχνικής περιόδου, την περασμένη Δευτέρα. Οσο κι αν ο πρόεδρός του, Ιωάννης Μάνος, προσπάθησε να «πείσει» ότι το Μέγαρο «δεν ανήκει σε δεσπόζουσες κοινωνικές τάξεις», αλλά «ανήκει σε όλους μας και έχει έναν ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο», ωστόσο, από την ομιλία του αναδεικνύεται ο ιδιωτικοοικονομικός χαρακτήρας του Μεγάρου και η «προσδοκία» για ενίσχυση της «πολιτιστικής χορηγίας», δηλαδή για μεγαλύτερη εμπλοκή του κεφαλαίου στον πολιτισμό. Από το πρόγραμμα, δε, της περιόδου, προκύπτει και το αντιδραστικό περιεχόμενό του, τουλάχιστον από το πεδίο των διαλέξεων. Read the rest of this entry »

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΕ: Δημιουργοί – πελάτες των τραπεζών

  • Νέο κερδοφόρο «κελεπούρι» για το τραπεζικό κεφάλαιο θα αποτελέσει το πρόγραμμα της ΕΕ «Δημιουργική Ευρώπη»

Από κινητοποίηση των καλλιτεχνών τον Ιούνη του 2011

Τον κυνικό και αγοραίο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την πολιτιστική δημιουργία τα μονοπώλια και η Ευρωπαϊκή Ενωση απηχούν τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Παιδείας, Νεολαίας, Πολιτισμού και Αθλητισμού που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες τον περασμένο Μάη.

Ιδιαίτερα απασχόλησε, όπως αναμενόταν, το νέο «φρούτο» της ΕΕ στον πολιτιστικό τομέα, το πρόγραμμα με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Δημιουργική Ευρώπη» το οποίο ουσιαστικά συνενώνει τα υπάρχοντα προγράμματα «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», «MEDIA» (σ.σ. για τα οπτικοακουστικά) και «MEDIA Mundus» (σ.σ. αφορά σε «συνέργιες» της ΕΕ με τρίτες χώρες στον οπτικοακουστικό τομέα), που θα «τρέξει» την περίοδο 2014 – 2020 και ο προτεινόμενος προϋπολογισμός του αγγίζει το 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ. Read the rest of this entry »

 

Tags:

ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Υπόσχεση αντιδραστικής συνέχειας και συνέπειας

  • Το πλαίσιο της πολιτιστικής πολιτικής της κυβέρνησης όπως προκύπτει από τις προγραμματικές δηλώσεις
Διαχρονικό αίτημα

Η πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση στον πολιτισμό, έτσι όπως ανακοινώθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού Κ. Τζαβάρα στη Βουλή, στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων και, σε έναν βαθμό, «εξειδικεύτηκε» κατά τη συνάντησή του με τους δημοσιογράφους, όχι μόνο δε θα έχει διαφορά από την «πεπατημένη» των τελευταίων δεκαετιών -πώς θα μπορούσε άλλωστε δεδομένης της ευρωενωσιακής «στοχοπροσήλωσης» των αστικών κομμάτων- αλλά θα εφαρμοστεί με ακόμη πιο σκληρούς όρους και λόγω ή με πρόσχημα την καπιταλιστική κρίση.Ο αρμόδιος υπουργός -και κατ’ επέκταση η κυβέρνηση- κατέστησε σαφές ότι καταρχήν θα συνεχίσει το «πλούσιο», όπως το χαρακτήρισε στις προγραμματικές, έργο των προκατόχων του. Εργο το οποίο περιορίζεται πάντως στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ, στο οποίο έχουν ενταχθεί 450 έργα στον πολιτιστικό τομέα, συνολικού προϋπολογισμού 600 εκατομμυρίων ευρώ. Ο υπουργός χαρακτήρισε αυτή την ένταξη ως «άθλο» των προκατόχων του, αν και ο πραγματικός άθλος είναι αυτό που επιτυγχάνουν κάτω από άθλιες μισθολογικές και εργασιακές συνθήκες οι μόνιμοι, αορίστου και έκτακτοι επιστήμονες και εργάτες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με έναν κρατικό προϋπολογισμό για τον πολιτισμό να μην «ξεκολλά» εδώ και δεκαετίες από το 0,5%, με τις ανάγκες συντήρησης, ανάδειξης και φύλαξης να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Read the rest of this entry »

 

Τα στρατόπεδα της τέχνης αναδιατάσσονται

  • Το δόγμα «συνεννόηση και συνεργασία» της κυβέρνησης Παπαδήμου επηρεάζει τους παραδοσιακά αντίπαλους πολιτιστικούς οργανισμούς;
  • Γράφουν: ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
  • Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Ο «δικομματισμός» δεν ήταν ποτέ μόνον πολιτικόν ίδιον. Γενικώς αυτός ο λαός, είτε λόγω πάθους είτε λόγω Ιστορίας, είχε την τάση να λειτουργεί… ακροβολισμένος, φτιάχνοντας «στρατόπεδα» ακόμα κι εκεί που δεν υπήρχαν. Το ίδιο ίσχυε και για τις τέχνες. Ο «δυϊσμός» έχει θρέψει πολλούς φιλότεχνους. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους κρατικούς φορείς. Ακόμα κι όταν εξέλιπε ο ανταγωνισμός (αν και όχι πάντα), όφειλε να τον εφεύρει το κοινό.

Απ’ αυτή τη σκέψη ξεκινήσαμε να θέσουμε σε νυν ή και πρώην επικεφαλής πολιτιστικών φορέων ένα ερώτημα: «Αν συμφωνήσουμε ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου εισάγει ένα νέο πολιτικό έθος, πέραν του παραδοσιακού δικομματισμού και υπέρ της συναίνεσης και της συνεργασίας, και αν δεχτούμε ότι και οι ελληνικές τέχνες λειτουργούσαν “παραδοσιακά” με ένα ανάλογο είδος “στρατοπέδων”, πιστεύετε ότι τώρα μπορεί να υπάρξει και σ’ αυτό το πεδίο μια νέα σελίδα “υπερκομματικών” καλλιτεχνικών συνεργασιών;»

Να λοιπόν τι μας απάντησαν:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ (ακαδημαϊκός, συγγραφέας):

«Οι πνευματικοί οργανισμοί είχαν πάντα μία τάση συνεργασιών, όταν ήταν απαραίτητο. Ως παράδειγμα, η Εταιρεία Συγγραφέων πάντα συνεργαζόταν με το ΕΚΕΒΙ, το ΥΠΠΟΤ και με διάφορους άλλους πανεπιστημιακούς φορείς. Βεβαίως, η δυνατότητα αυτή υπάρχει πάντα, αλλά θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι ακριβώς ο πνευματικός χαρακτήρας αυτών των οργανισμών δεν ορίζεται και δεν υπόκειται σε οικονομικούς παράγοντες.

Η οικονομική κρίση σαφώς δημιουργεί προβλήματα, αλλά δεν βλέπω με ποιον τρόπο, για να την αντιμετωπίσουν, μπορούν να αντιδράσουν αυτοί οι φορείς. Να κάνουν έκπτωση σε τι; Να περιορίσουν τι; Στο κάτω κάτω, για να γίνουμε και λίγο κυνικοί, το “πνεύμα” πάντα ήταν ο παρίας της συντροφιάς».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΤΕΡΜΑΛΗΣ (πρόεδρος του νέου Μουσείου Ακρόπολης):

«Το Μουσείο της Ακρόπολης σχεδιάζει έτσι κι αλλιώς φιλικές προσεγγίσεις και συνεργασίες και με άλλα μουσεία, που θα ανακοινωθούν προσεχώς. Θεωρούμε ότι η συνεργασία μόνο καλό μπορεί να προσφέρει, ανεξάρτητα από την περίοδο κρίσης που διανύουμε. Η κρίση όμως είναι και μια αφορμή για σύσφιγξη σχέσεων και για συνεργασίες. Προσωπικά πιστεύω ότι, επειδή τα μουσεία περιλαμβάνουν τεκμήρια ιστορίας, πολιτισμού και τέχνης, μπορούν με έξυπνους τρόπους να προσεγγίσουν το κοινό και να εκπέμψουν τα δικά τους μηνύματα».

ΝΤΕΝΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ (ιστορικός, κριτικός τέχνης):

«Η συναίνεση σε επίπεδο τέχνης και πολιτισμού είναι κάτι σχετικό. Διότι το θέμα του δικομματισμού εντός του χώρου των τεχνών λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Ο δικομματισμός και ο διχασμός πρέπει να υπάρχει σε επίπεδο υψηλής διανόησης, μεταξύ πνευματικών ανθρώπων. Σε μια δημοκρατία, μια ελεύθερη και ευνομούμενη πολιτεία, οι διαφορές είναι προϋπόθεση. Αν αυτές οι απόψεις δεν εκφράζονται μονολιθικά, όπως παλιά που επιβαλλόταν η καθαρεύουσα έναντι της δημοτικής και η ακαδημαϊκή τέχνη εναντίον της μοντέρνας. Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να παίρνουν ακραίες απόψεις και να τις υπερασπίζονται. Κάτι που θεσμικά είναι απαράδεκτο. Οι θεσμοί οφείλουν να τους αγκαλιάζουν όλους. Ενώ λοιπόν οι πνευματικοί άνθρωποι πρέπει να μιλάνε με απόλυτα μεγέθη, οι θεσμοί πρέπει να βρουν τους μεταξύ τους συσχετισμούς. Πρέπει να πάψει ο διχασμός ανάμεσα στους αρχαιοπρεπείς βαρύγδουπους θεσμούς που μονοπωλούσαν μια αντικειμενικότητα και στους σύγχρονους θεσμούς που υποτίθεται εκφράζουν μια υποκειμενικότητα συγκυριακή. Δεν είναι δυνατόν η Εθνική Πινακοθήκη, μια αρχαϊκή μορφή θεσμού, όπως το Λούβρο, να μη συνεργάζεται με σύγχρονους θεσμούς όπως το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης -και τανάπαλιν. Είναι απαράδεκτο να μην εκσυγχρονιστούν οι παλιότεροι θεσμοί και οι νεότεροι να μη συμμετέχουν στην ιστορική συγκυρία ντε φάκτο. Στο σήμερα βρισκόμαστε όλοι. Δεν είναι η κυρία Λαμπράκη – Πλάκα στο 19ο αιώνα και η κυρία Καφέτση στον 20ό. Είναι και οι δύο στον 21ο αιώνα. Η σημερινή κρίση με τη νέα κυβέρνηση Παπαδήμου ίσως είναι μια ευκαιρία για να δούμε τα πράγματα έτσι».

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΥΡΑΤ (καλλιτεχνικός διευθυντής Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και αρχιμουσικός):

«Στην Ελλάδα είμαστε μες στο δυϊσμό σε όλα. Κι έτσι μόνον χάνουμε. Η συνεργασία είναι βεβαίως και θέμα παιδείας. Αν όμως σιγά σιγά αρχίσει να κατακτά έδαφος μια καινούργια συνείδηση, θα μας δοθεί η ευκαιρία να αλλάξουμε. Εγώ είμαι σαφώς υπέρ των συνεργασιών. Ελεγα πάντα ότι δεν μπορείς να φτιάξεις ομελέτα, αν δεν διαλέξεις αβγά από το ίδιο καλάθι. Από τον περασμένο Μάιο άλλωστε οι τρεις καλλιτεχνικοί διευθυντές, ο Μύρων Μιχαηλίδης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο Βασίλης Χριστόπουλος της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και εγώ, έχουμε συναντηθεί ατύπως πολλές φορές, συντονίζοντας τις από κοινού ενέργειές μας προς τον υπουργό Οικονομικών. Εκτοτε επικοινωνούμε τακτικά ή αλληλογραφούμε. Νομίζω πώς αυτή είναι η πρώτη φορά που τρεις διευθυντές συμφωνούν. Οσα μας ενώνουν είναι άλλωστε πολύ περισσότερα από όσα μας διαφοροποιούν. Συνεπώς, για μένα η απάντηση είναι αυτονόητη. Αφορά όμως και τη θέση στην οποία τοποθετεί κάποιος το “εγώ” του. Οποιος αισθάνεται πλήρης και ικανοποιημένος θεωρεί την προσφορά επιβεβλημένη».

ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (καλλιτεχνικός διευθυντής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, αρχιμουσικός):

«Διαφωνώ με τη διατύπωση της ερώτησης. Η σύγκριση πολιτιστικών οργανισμών με κόμματα είναι ατυχής. Εμείς, ως ΚΟΑ, ουδέποτε κινηθήκαμε ανταγωνιστικά προς οποιονδήποτε άλλο φορέα και ήμασταν πάντα υπέρ των συνεργασιών.

Βέβαια, η συνεργασία με τη Λυρική είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη, καθώς η ορχήστρα της υπηρετεί κυρίως την όπερα κι εμείς κυρίως άλλο τομέα – αυτόν της συμφωνικής μουσικής. Δύσκολη είναι η συνεργασία και με την ΚΟΘ καθώς βρισκόμαστε σε άλλες πόλεις.

Θα ήταν ίσως εφικτή, αν γινόταν πιο ευέλικτος ο εσωτερικός κανονισμός που αφορά τις εκτός έδρας αμοιβές – υπαγόμαστε στο ίδιο καθεστώς με τους δημοσίους υπαλλήλους. Εκείνο, όμως, που θα επιδιώκαμε και θα ευχόμασταν είναι στενότερη συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΪΠΙΔΗΣ (διευθυντής Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης & Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης):

«Βιώνουμε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, στην οποία η έννοια της συνεργασίας, ελλείψει πόρων, λαμβάνει πολλές φορές μια μονομερή διάσταση. Μπορεί οι φορείς να έχουν όλη την καλή διάθεση για συνέργειες, δυστυχώς όμως εγκλωβίζονται από την απουσία οικονομικών μέσων. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι ένας θεσμός που πιστεύει στις συνεργασίες. Ηδη συνεργαζόμαστε τόσο με κρατικούς φορείς όσο και με ιδιωτικούς, πάνω σε άξονες είτε αμιγώς καλλιτεχνικούς είτε κοινωνικού χαρακτήρα, ο οποίος ούτως ή άλλως διέπει το θεσμό. Συνεργαζόμαστε με πανεπιστήμια, όπως για παράδειγμα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με πρεσβείες, στενά με το Δήμο Θεσσαλονίκης, τον τελευταίο καιρό ειδικότερα για το θέμα της Ταινιοθήκης της πόλης και φυσικά με δήμους σε όλη την Ελλάδα, στο πλαίσιο των περιφερειακών εκδηλώσεων. Επιπλέον, φέτος διευρύναμε τη συνεργασία μας με ιδιωτικούς φορείς, όπως το ΙΕΚ Ακμή, προσφέροντας συνολικά 6 υποτροφίες για σπουδές στον οπτικοακουστικό χώρο σε παιδιά που έχουν ανάγκη στήριξης. Εξίσου ουσιώδης είναι για μας και η επέκταση της συνεργασίας μας με το υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς στους άμεσους στόχους μας είναι, ταυτόχρονα με τις προβολές ταινιών που πραγματοποιούμε σε καταστήματα κράτησης, να οργανώσουμε μια σειρά σεμιναρίων και διαλέξεων με πυρήνα τον κινηματογράφο, που θα απευθύνονται στους κρατούμενους. Θεωρούμε υποχρέωσή μας να καταβάλουμε ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες, όταν το μήνυμα της τέχνης πρέπει να φτάσει σε ανθρώπους και ομάδες που έχουν ανάγκη ουσιαστικής αρωγής, αλλά και ελπίδας».

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΚΗΣ (γενικός διευθυντής Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου):

«Πιστεύω πως στους καιρούς που ζούμε, αν αφεθούμε στην κυριαρχία των αριθμών και επιτρέψουμε αυτό να διευθύνει τη ζωή μας, στο μέλλον θα την έχουμε υποθηκεύσει, με κίνδυνο μάλιστα να τη χάσουμε. Διότι θα έχουμε χάσει τη μαγεία του ονείρου. Για να υπάρξει ελπίδα, ας φροντίσουμε το όνειρο και οι σκέψεις του σήμερα να γίνουν η πραγματικότητα του αύριο. Πρέπει λοιπόν να “δούμε” τις συνεργασίες, όχι κάτω από το πρίσμα ενός νέου έθους πέραν των παραδοσιακών, αλλά με γνώμονα ένα νέο ήθος πέραν του “παραδοσιακού”! Στον κινηματογράφο οι συνεργασίες και οι συμπαραγωγές είναι συστατικό ύπαρξης και επιδιωκόμενο παλαιόθεν!

Το ΕΚΚ προσπαθεί και θέλει να ενώσει τις “δυνάμεις” του με άλλους φορείς, που πρέπει κι αυτοί να επαναδιατυπώσουν την ύπαρξή τους στο τώρα, όπως με τον ΕΟΤ (στο film commission – με σκοπό την προσέλκυση ξένων παραγωγών για την επένδυση χρημάτων, τη διαφήμιση της χώρας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας), με τις πρεσβείες της Ελλάδας στο εξωτερικό (για την αρτιότερη προβολή και συμμετοχή της Ελλάδας στα διεθνή φεστιβάλ), με τις κινηματογραφικές λέσχες (δημιουργία εναλλακτικού δικτύου διανομής για την προσέλκυση μεγαλύτερου κοινού στην επαρχία), με τις περιφέρειες και την τοπική αυτοδιοίκηση (προώθηση ενός αποκεντρωτικού μοντέλου ανάπτυξης παραγωγής ταινιών). Είναι ίσως η στιγμή να αγγίξουμε όλοι μας την πραγματικότητα και εν ανάγκη να ξαναστήσουμε τα πράγματα από την αρχή».

ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΑΚΗΣ (καλλιτεχνικός διευθυντής Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, σκηνοθέτης):

«Δεν υπάρχει θέμα συγχώνευσης, αλλά συμπόρευσης. Το σημαντικό είναι Εθνικό και Κρατικό να δημιουργήσουμε μία κοινότητα που θα συγκλίνει σε κάποιους κοινούς στόχους. Παράδειγμα: θα ήταν ενδιαφέρον να θεσμοθετηθεί ο Μάιος ως μήνας ανταλλαγής παραστάσεων μεταξύ Εθνικού-Κρατικού, όπου το κοινό της Θεσσαλονίκης θα έχει τη δυνατότητα να συναντηθεί με την αισθητική φιλοσοφία του ρεπερτοριακού προγράμματος του Εθνικού και το κοινό της Αθήνας με τις απόψεις του Κρατικού. Αυτή η κίνηση ελαφραίνει οικονομικά και τα δύο θέατρα, που είναι αναγκασμένα να ψάχνουν χώρο. Αλλά, το προχωρώ και ακόμα παραπέρα. Θα μπορούσαν να οργανωθούν κοινές δράσεις Κρατικού-Εθνικού, όπου χορογράφοι, σκηνογράφοι, σκηνοθέτες να ανταλλάσσονται ή και αν κάποιο ξένο σχήμα μετακαλείται από κάποιο εκ των δύο θεάτρων στην Ελλάδα, να φιλοξενείται και στο άλλο. Επίσης θα μπορούσαν να γίνουν 10ήμερες ανταλλαγές στις δραματικές σχολές μας, με στόχο την ανταλλαγή των μεθόδων αλλά και κοινές δράσεις στην Ενωση Θεάτρων της Ευρώπης. Θα μπορούσε ακόμη να εκδίδεται κι από τα δύο θέατρα διμηνιαία εφημερίδα. Εγώ θα το έφτανα και σε συμπαραγωγές με θιάσους περιοδειών και το χειμώνα και το καλοκαίρι. Σημασία έχει, ανεξάρτητα από το ποιος είναι καλλιτεχνικός διευθυντής, να θεσμοθετηθούν τα παραπάνω, έτσι ώστε να πετύχουμε την αλληλοσυμπλήρωση των αδελφών θεάτρων, μακριά από τυχάρπαστους και πρόσκαιρους ανταγωνισμούς ή επικαιρικές συνεργασίες».

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ (πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων, κριτικός λογοτεχνίας):

«Η Εταιρεία Συγγραφέων, που παρεμπιπτόντως γίνεται φέτος τριάντα ετών (ιδρύθηκε το 1981), είναι υπερκομματική. Αυτό ήταν αίτημα όλων των ιδρυτικών της μελών. Διότι την εποχή εκείνη ο πολιτικός χρωματισμός ήταν έντονος στα άλλα λογοτεχνικά σωματεία. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να έχει καμία αντίρρηση για ευρύτερες συνεργασίες. Οπως υποθέτω και τα μέλη της, όσα ενδεχομένως κληθούν να συμπαραταχθούν σε μια πολιτισμική στρατηγική πλατύτερου φάσματος. Και προφανώς, εφόσον μια τέτοια στρατηγική δεν είναι θνησιγενής λόγω μικροκομματικών ή προσωποκεντρικών επιθυμιών. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στο ποιοι απαρτίζουν αυτή την περιορισμένου βίου κυβέρνηση (έστω και αν παίζει κι αυτό σημαντικό ρόλο), αλλά στο τι κάνουν και τι θέλουν να κάνουν.

Η προσωπική πολιτική εκτίμησή μου είναι ότι οι “πνευματικοί θεσμοί” δεν βρίσκονται στις προτεραιότητες των κυβερνώντων. Ενώ, αντίθετα, θα έπρεπε να είναι, γιατί η χώρα δεν έχει να αντιτάξει και πολλές παραγωγικές συνιστώσες απέναντι στην απαξίωση της οικονομίστικης λογικής της Ε.Ε. Οι “πνευματικοί θεσμοί” δεν ήταν ζωντανοί τα τελευταία τρία τουλάχιστον χρόνια και όλοι γνωρίζουν ότι δεν λειτούργησαν όντες υπό το κράτος του φόβου και της τρομοκρατίας του ΔΝΤ και των άλλων παρεμφερών αφανών ή εμφανών εξουσιών.

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η Εταιρεία Συγγραφέων και οι εκπρόσωποί της δεν κατέβαλαν ιδιαίτερες προσπάθειες, πολλές φορές αναλαμβάνοντας να συμπληρώσουν αυτοκλήτως τα κενά ενός απόντος οργάνου σχεδιασμού της πολιτισμικής μας πολιτικής. Και αυτό συνεχίζουν να κάνουν, ασκώντας έλεγχο προς την εκάστοτε εξουσία αλλά και συμμετέχοντας σε συνεργασίες με ομόλογους πολιτιστικούς φορείς, εδώ και σε άλλες χώρες». *

ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΤΣΑΣ (διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου):

«Ανοικτό σε προτάσεις και συνεργασίες είναι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όχι μόνο με το Μουσείο της Ακρόπολης που με ρωτάτε, αλλά και με κάθε μουσείο. Θα μπορούσαν να οργανωθούν εκθέσεις από κοινού με άλλα μουσεία, όπως και άλλες δράσεις. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κανένα πρότζεκτ συνεργασίας, αλλά δεν αποκλείεται να υπάρξει. Υπάρχει πάντα διάθεση συνεργασίας μεταξύ των μουσείων. Ισως να μην έχει όσο θα θέλαμε αναπτυχθεί, αλλά υπάρχει».

Τομέας Τύπου Μεγάρου Μουσικής Αθηνών:

«Η εικοσάχρονη πορεία του Μεγάρου αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι δεν προσχώρησε ποτέ σε καμία λογική “στρατοπέδων” στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Το μαρτυρούν οι συνεργασίες του Μεγάρου με σχεδόν όλους τους πολιτιστικούς φορείς του τόπου. Επιτυχώς και επί μακρόν το Μέγαρο μετρά συμπαραγωγές και συνεργασίες: με την Εθνική Λυρική Σκηνή την Ορχήστρα και το Μπαλέτο της, το Εθνικό Θέατρο, το Φεστιβάλ Αθηνών, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, τα μουσικά σύνολα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, του Δήμου Αθηναίων, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, την Ενωση Ελλήνων Μουσουργών κ.ά. Ιδιαίτερα σήμερα, σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης, κοινός στόχος όλων των πολιτιστικών φορέων δεν μπορεί παρά να είναι η συνεργασία για την ανάπτυξη του πολιτισμού στη χώρα μας».

 

Ευρωπαϊκή Ενωση: «Γαλαντόμα» για την «πολιτιστική» βιομηχανία

Στα 400 εκατομμύρια ευρώ θα φτάσει η χρηματοδότηση της αντιδραστικής πολιτιστικής πολιτικής της ΕΕ μέχρι το 2013, με άμεσους στόχους την προώθηση της «κινητικότητας» των εργαζομένων στον πολιτιστικό τομέα, τη διεύρυνση της «διαθεσιμότητας των πολιτιστικών – καλλιτεχνικών προϊόντων» και το …«διαπολιτισμικό διάλογο».

Ολα αυτά θα συζητηθούν στη διάσκεψη που διοργανώνει η ΕΕ στις 15/2 στις Βρυξέλλες, με θέμα «Πολιτισμός σε κίνηση: Διαβάσεις στην ΕΕ 2020», όπου «Ευρώπη 2020» είναι η ονομασία της συνέχισης, ουσιαστικά, της Στρατηγικής της Λισαβόνας για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, που προϋποθέτει την επιβολή του συνόλου των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, την ακόμη μεγαλύτερη φτήνια της εργατικής δύναμης, την εμβάθυνση της εμπορευματοποίησης της Παιδείας, της Υγείας κλπ.

Η «κινητικότητα» – εντός ή εκτός ΕΕ – εργατικού δυναμικού είναι μία από τις «ελευθερίες» που έδωσε το κεφάλαιο στον εαυτό του για την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς του. Σε αυτές τις «ελευθερίες» περιλαμβάνεται και η διακίνηση εμπορευμάτων, στην προκειμένη περίπτωση πολιτιστικών και καλλιτεχνικών «προϊόντων». Η εφαρμογή αυτών των «ελευθεριών» στον πολιτιστικό τομέα εντάσσεται στο πλαίσιο του ευρύτερου στρατηγικού στόχου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού.

Στη διάσκεψη θα εκπροσωπηθούν 28 σχέδια της ΕΕ στους τομείς του πολιτισμού, της έρευνας, του περιβάλλοντος και θα δοθεί έμφαση «στον αντίκτυπο και την προστιθέμενη αξία των προγραμμάτων που, μέσω των καινοτόμων και δημιουργικών συνεργασιών, εξετάζουν τις τρέχουσες προκλήσεις στην ΕΕ». Διότι, «σε μία εποχή που αντιμετωπίζουν πολλοί τομείς δυσκολίες (σ.σ. ακόμη μία “ερμηνεία” της ΕΕ για την καπιταλιστική κρίση…), οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες – που συμβάλλουν κατά 2,6% στο ΑΕΠ της ΕΕ – παρουσιάζουν πρωτοφανή ανάπτυξη και προσφέρουν την προοπτική των βιώσιμων, προσανατολισμένων στο μέλλον, θέσεων εργασίας». Στην πραγματικότητα η ΕΕ εφιστά για μια ακόμη φορά την προσοχή των αστικών κρατών στην πλήρη παράδοση ενός τόσο «ενδιαφέροντος», από άποψη κερδοσκοπίας, «κλάδου», όπως ο πολιτισμός, στο κεφάλαιο. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η «επένδυση» (σ.σ. οι αγοραίοι όροι που χρησιμοποιεί η ΕΕ για τον πολιτισμό δεν είναι καθόλου τυχαίοι) των 400 εκατ. ευρώ.

  • ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Σάββατο 12 Φλεβάρη 2011
 

ΕΕ – ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: Μονοπωλιακή επίθεση «εφ’ όλης της ύλης»

Την πορεία εφαρμογής της αντιδραστικής πολιτιστικής πολιτικής της ΕΕ και την υιοθέτηση της μεσοπρόθεσμης «πολιτιστικής» «ατζέντας» μέχρι και το 2014 θα εξετάσει το Συμβούλιο Πολιτισμού, Παιδείας, Νεολαίας και Αθλητισμού της ΕΕ, που ξεκινά σήμερα και ολοκληρώνεται αύριο στις Βρυξέλλες.

Στο παραπάνω πλαίσιο το συμβούλιο αναμένεται να υιοθετήσει ένα τετραετές «σχέδιο εργασίας» για τον Πολιτισμό, θα συζητηθούν οι «πολιτιστικές και οπτικοακουστικές πτυχές της ψηφιακής ημερήσιας διάταξης για την Ευρώπη», ενώ ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στο νέο «εφεύρημα» της ΕΕ, το «Σήμα της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Κληρονομιάς», για το οποίο η προεδρία θα υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο της καθιέρωσής του.

Θυμίζουμε ότι το «Σήμα» πρωτοεμφανίστηκε το 2006, με τη μορφή διακυβερνητικού προγράμματος 17 κρατών – μελών και την κατάρτιση του καταλόγου της «Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Το σχέδιο είναι μέρος του μηχανισμού ιδεολογικής χειραγώγησης που επιδιώκουν τα μονοπώλια της ΕΕ, προσπαθώντας να «ομογενοποιήσουν» και πολιτισμικά τις ευρωπαϊκές «αγορές», για να μετατρέψουν τις «αξίες» τους, δηλαδή το κέρδος από την εκμετάλλευση ανθρώπων, ιστορίας και περιβάλλοντος, σε …«αξίες» των εκμεταλλευομένων. Ουσιαστικά, μέσω του «σήματος», η ΕΕ θα …«πιστοποιεί» ποια μνημεία θεωρεί ότι «τεκμηριώνουν» την «ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα»!

Το «σχέδιο εργασίας» για τον πολιτισμό την επόμενη τετραετία περιλαμβάνει την επίθεση των μονοπωλίων, μέσω της πολιτικής της ΕΕ, σε όλο το εύρος του πολιτιστικού τομέα: «Πολιτισμική ποικιλομορφία», «διαπολιτισμικός διάλογος», «πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες», «δεξιότητες και κινητικότητα» (σ.σ. εργαζομένων στον πολιτισμό, καλλιτεχνών, έργων τέχνης στα «πρότυπα» των περίφημων «ελευθεριών» κίνησης του κεφαλαίου: Κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, εργαζομένων), «πολιτισμική κληρονομιά, συμπεριλαμβανομένης της κινητικότητας των συλλογών», «πολιτισμός στις εξωτερικές σχέσεις», «στατιστικές πολιτισμού».

Για την επίτευξη αυτών των προτεραιοτήτων η ΕΕ «επιστρατεύει» «ομάδες εργασίας» από «εμπειρογνώμονες» των κρατών – μελών, «ενισχυμένο διάλογο» με την «κοινωνία των πολιτών», δηλαδή «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις», «φιλανθρωπικά» – «πολιτιστικά» ιδρύματα του κεφαλαίου κλπ., που θα συμπληρωθούν από μελέτες, σεμινάρια και συνεδριάσεις των «ανώτερων υπαλλήλων από τα υπουργεία Πολιτισμού». Ολα αυτά σημαίνουν ότι η ΕΕ «επιστρατεύει» όλη την αστική διανόηση, την επιχειρησιακή «χορηγία» κάθε μορφής και φυσικά τις κρατικές πολιτιστικές δομές για την επιβολή των συμφερόντων των μονοπωλίων στους πολιτισμούς των ευρωπαϊκών λαών. [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 18 Νοέμβρη 2010]

 

ΕΕ – ΒΕΛΓΙΚΗ ΠΡΟΕΔΡΙΑ: Προώθηση της «πολιτιστικής αγοράς»

Το σημερινό «πάρτι» στις Βρυξέλλες με αφορμή την ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ από το Βέλγιο (μεταξύ άλλων το πρόγραμμα περιλαμβάνει… ακροβάτες και πυροτεχνήματα) δεν μπορεί να κρύψει το αποκρουστικό «πρόσωπο» του πολιτικού προγράμματος της βελγικής προεδρίας και στον πολιτισμό.

Με βάση το πρόγραμμα, το επόμενο εξάμηνο η βελγική προεδρία θα προωθήσει το σύνολο της αντιδραστικής πολιτικής της ΕΕ στον πολιτισμό, με αιχμή την παραπέρα στήριξη των «πολιτιστικών βιομηχανιών» και τη θέσπιση του «ευρωπαϊκού σήματος» της πολιτιστικής κληρονομιάς, δηλαδή την «πιστοποίηση», από την ΕΕ, των μνημείων και των χώρων με βάση τις «αξίες» της. Συγκεκριμένα, αναφέρει, ότι «στο πλαίσιο της στρατηγικής της Ευρώπης για το 2020, η προεδρία θα δώσει έμφαση στη δυναμική των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών και της συμβολής που έχουν στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), την αύξηση και την απασχόληση στην Ευρώπη». Επίσης, «θα συνεχίσει τις συζητήσεις που στοχεύουν στην υιοθέτηση, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, της πρότασης για απόφαση από την Επιτροπή, να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό σήμα κληρονομιάς (…) δίνοντας έμφαση στη σημασία της ευρωπαϊκής διάστασης της πολιτισμικής κληρονομιάς της».

Η βελγική προεδρία θα «εξετάσει» και τις «προοπτικές για την ανάπτυξη των δημόσιων βιβλιοθηκών στη ψηφιακή εποχή» καθώς και το θέμα της ευρωπαϊκής ψηφιακής βιβλιοθήκης (Europeana), στο πλαίσιο των «προκλήσεων» που «παρουσιάζονται από τη συντήρηση της ευρωπαϊκής ψηφιακής πολιτιστικής και οπτικοακουστικής κληρονομιάς μακροπρόθεσμα». Αυτές οι «προκλήσεις» αφορούν και στην «πνευματική ιδιοκτησία», για την οποία σημειώνεται ότι το ζήτημα της «επαρκούς προστασίας» της «έχει προσδιοριστεί στη στρατηγική της Ευρώπης για το 2020 ως ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην επιτυχή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς». Ειδικά για την ψηφιοποίηση σημειώνεται, ότι «λαμβάνοντας υπόψη την ψηφιακή ανάπτυξη των βιβλιοθηκών όπως η Europeana και άλλες ιδιωτικές πρωτοβουλίες», το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «θα επιδιώξει» τη θέσπιση μιας «ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το θέμα». Να σημειωθεί, ότι το ζήτημα της «πνευματικής ιδιοκτησίας» δεν περιλαμβάνεται στο πολιτιστικό μέρος του προγράμματος, αλλά στο κεφάλαιο για την «Ανταγωνιστικότητα» και την παράγραφο για την «εσωτερική αγορά»… [ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Σάββατο 3 Ιούλη 2010]

 

Πολιτισμός – εργαλείο της κερδοφορίας του κεφαλαίου και ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ

  • Επεξεργασία του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για την κυβερνητική πολιτιστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ (1993 – 2003) και τις Προγραμματικές Δηλώσεις της κυβέρνησης στον τομέα του Πολιτισμού

Το ΠΑΣΟΚ, με την πολιτική και τις θέσεις του για τον πολιτισμό, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση και πάντα μέσω των οργάνων της ΕΕ, ακολουθεί, συνδιαμορφώνει και εφαρμόζει όλες τις «μεταλλάξεις» της καπιταλιστικής διαχείρισης στον πολιτιστικό τομέα με αξιοσημείωτη προθυμία. Συνέβαλε και συμβάλλει, δε, τα μέγιστα, ως χαρακτηριστικό σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα, στην ιδεολογική χειραγώγηση και ενσωμάτωση των εργατών του πνεύματος και της τέχνης, καθώς και του λαού, στην κυρίαρχη αστική κουλτούρα, με βασικό στρατηγικό στόχο την ικανοποίηση των απαιτήσεων του ευρω-ενωσιακού κεφαλαίου για πλήρη εμπορευματοποίηση της δημιουργίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς, ως βασικής προϋπόθεσης για την αναπαραγωγή και την κερδοφορία του, αλλά και για την απρόσκοπτη χειραγώγηση των συνειδήσεων.

Ανασκόπηση στην πολιτιστική πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80 ιδιαίτερα στη διάρκεια της δεύτερης κυβερνητικής τετραετίας του και στο πλαίσιο της γενικότερης συντηρητικoποίησης και ευθυγράμμισής του με την πολιτική της ΕΟΚ τροποποίησε σταδιακά και την πολιτιστική πολιτική του. Αυτή η προσαρμογή οδήγησε σε κατακόρυφη μείωση τις κρατικές δαπάνες για τον πολιτισμό που είχαν αυξηθεί την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του. Παράλληλα, διευρύνθηκαν σημαντικά οι «χορηγίες» και η είσοδος του μεγάλου κεφαλαίου στο χώρο, προετοιμάστηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις.

Μετά το 1993, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ταυτίστηκε με τη γραμμή της ΕΕ για την προώθηση «ενιαίας πολιτιστικής ταυτότητας» και τη δημιουργία των προϋποθέσεων ανάπτυξης της καπιταλιστικής βιομηχανίας του θεάματος. Αξιοποίησε εντατικά τα ευρωπαϊκά προγράμματα για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων αυτών και την ενσωμάτωση των καλλιτεχνών, προώθησε τις ιδιωτικοποιήσεις, πήρε μέτρα περιστέλλοντας τις όποιες κατακτήσεις των καλλιτεχνών και γενικότερα του λαϊκού κινήματος. Πιο συγκεκριμένα:

1. Ιδιωτικοποίησε από το 1994, τους περισσότερους θεσμούς παραγωγής και προώθησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας που ανήκαν στο υπουργείο Πολιτισμού (Κρατικά Θέατρα και κρατικές μουσικές σκηνές, Φεστιβάλ Αθηνών, Κινηματογράφου, μουσεία κλπ.).
2. Ολα τα νέα θεσμικά πρόσωπα του ΥΠΠΟ συστάθηκαν ως οργανισμοί «ιδιωτικού δικαίου», με διορισμένα ΔΣ από τον υπουργό Πολιτισμού και με ιδιωτικο-οικονομική λειτουργία.
3. Σε όλα τα διοικητικά όργανα του ΥΠΠΟ και στις επιτροπές τέχνης του υπουργείου τοποθετήθηκαν ως «προσωπικότητες» του χώρου της τέχνης έμποροι και μεσάζοντες, επιχειρηματίες και εκπρόσωποι των επιχειρήσεων του Τύπου, ενώ οι συλλογικοί πολιτιστικοί φορείς περιορίσθηκαν ή εκτοπίσθηκαν.
4. Ξεκίνησε η σταδιακή εκχώρηση στο μεγάλο κεφάλαιο του δημόσιου χώρου.
5. Παραχωρήθηκε στο μεγάλο κεφάλαιο το μεγαλύτερο μέρος από το πενιχρό 0,5% του κρατικού προϋπολογισμού για τον Πολιτισμό.

Στόχοι της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ήταν η ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και η χειραγώγηση της καλλιτεχνικής παραγωγής με μέτρα που διευκόλυναν:

  • Τη μεγαλύτερη διείσδυση του μεγάλου κεφαλαίου όχι μόνο στη διακίνηση, αλλά και στην παραγωγή καλλιτεχνικών έργων με σύνθημα: «Οχι στον κρατικοδίαιτο πολιτισμό».
  • Την ανάδειξη του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε ρυθμιστή και παραγωγό της κρατικής πολιτιστικής πολιτικής με την προώθηση κατάλληλων θεσμών και πρωτοβουλιών διαχείρισης και παραγωγής πολιτιστικών αγαθών.
  • Την αποτελεσματική υλοποίηση των κατευθύνσεων της ΕΕ για τον πολιτισμό, δηλαδή ενίσχυση της καπιταλιστικής πολιτιστικής βιομηχανίας, οικονομική διαχείριση του «ελεύθερου χρόνου» των πολιτών, εμπορευματοποίηση της τέχνης, πολιτιστική ομογενοποίηση (ενιαία πολιτιστική ταυτότητα), προώθηση του «ευρωπαϊκού ιδεώδους».

Στο έδαφος αυτό απαξιώθηκαν οι συλλογικοί φορείς των καλλιτεχνών και των εργατικών και νεολαιίστικων πολιτιστικών συλλόγων, και γενικότερα του μαζικού κινήματος, ενώ οξύνθηκαν τα εργασιακά προβλήματα και η ανασφάλιστη εργασία των καλλιτεχνών δημιουργών, οι οποίοι περιθωριοποιήθηκαν παραπέρα ή οδηγήθηκαν στην ενσωμάτωση.

Ολα εμπόρευμα

Αναλυτικότερα, για την περίοδο 1993-2003:

Μετά την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ:

  • Το ΠΑΣΟΚ κατατάσσει χωρίς προσχήματα – όπως άλλωστε και η ΕΕ στα ντοκουμέντα της – την τέχνη στον τομέα των εμπορευμάτων και υιοθετεί την έννοια «καλλιτεχνικά προϊόντα» για την καλλιτεχνική δημιουργία.
  • Ενισχύεται η δραστηριοποίηση Ιδιωτικών φορέων και Ιδρυμάτων στο χώρο του πολιτισμού. Tο συγκρότημα Λαμπράκη που κυριαρχεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – προϊόν κρατικής επιχορήγησης και φορολογίας του ελληνικού λαού – απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του ΥΠΠΟ, είναι απρόσιτο οικονομικά για το μεγάλο κοινό, ενώ αποκτά μεγαλύτερο ρόλο στις πολιτιστικές και καλλιτεχνικές παραγωγές. Κάνει όχι μόνο μετακλήσεις και συναυλίες, διεισδύει και στο χώρο της εκπαίδευσης της Τέχνης και γενικότερα της εκπαίδευσης… (με τα νέα σχολικά βιβλία, την έκδοση εποπτικού υλικού για τα σχολεία κλπ.).
  • Οι διεθνείς εκπροσωπήσεις της χώρας, όπως Biennalle κλπ., πραγματοποιούνται μέσω διορισμένων από τον υπουργό εκπροσώπων, χωρίς να τηρούνται διαδικασίες που να δίνουν τη στοιχειώδη δυνατότητα της άμιλλας στους καλλιτέχνες και με αυθαίρετα κριτήρια επιλογής.
  • Τα όργανα που έχουν συσταθεί στο ΥΠΠΟ (σε Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ, Λυρική Σκηνή, Ορχήστρα των Χρωμάτων, Καμεράτα, η Εταιρεία Προβολής της Πολιτικής Κληρονομιάς – που στην ουσία απορρόφησε το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων – το ΔΣ της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, τα ΔΣ των Μουσείων, ακόμα και το ίδιο το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο) έχασαν τον όποιο συλλογικό χαρακτήρα είχε κατακτηθεί στην πρώτη 5ετία του ΠΑΣΟΚ. Οι καλλιτέχνες μέσω των φορέων τους έχουν περιοριστεί σε λίγες περιπτώσεις σε έναν εκπρόσωπο εν μέσω των «περί την Τέχνη» ασχολουμένων επιχειρηματιών. Το ΠΑΣΟΚ αναγνωρίζει ως ρυθμιστές του πολιτιστικού γίγνεσθαι πολυεθνικές εταιρείες, εκδότες Τύπου, εφοπλιστές, συλλέκτες, εμπόρους, μάνατζερς που θεωρούνται «παραγωγοί» του πολιτισμού, ενώ οι εκπρόσωποί τους χαράσσουν απροκάλυπτα πια την κρατική πολιτιστική πολιτική.
  • Ηδη, από το 1995, έχει επεκταθεί ο θεσμός των συμβασιούχων στο ΥΠΠΟ, και στα εποπτευόμενα Νομικά Πρόσωπα του Δημοσίου, ενώ στην Αρχαιολογική Υπηρεσία οι περισσότερες ανάγκες καλύπτονται πλέον με ελαστική εργασία χιλιάδων διοικητικών, αρχαιολόγων, αρχαιοφυλάκων, συντηρητών και εργατοτεχνιτών.

Εντείνεται ο μονοπωλιακός έλεγχος

Πιο ειδικά:
Α. Την περίοδο 1994 – 1995, με υπουργό Πολιτισμού τον Θ. Μικρούτσικο:
  • Ιδιωτικοποιήθηκαν ή καταργήθηκαν 17 νομικά πρόσωπα του Υπουργείου Πολιτισμού, μεταξύ των οποίων η «Στέγη Καλών Τεχνών και Γραμμάτων» θεσμός που στήριζε τα εικαστικά, την κλασική μουσική και τα γράμματα, δίνοντας βραβεία, υποτροφίες, και στέγη στα σωματεία του χώρου (λογοτέχνες, εικαστικούς, μουσουργούς)
  • Εγιναν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με διορισμένες «ελέω υπουργού» διοικήσεις, τα κρατικά θέατρα, η Λυρική, ορχήστρες, σκηνές.
  • Εκτοπίσθηκαν οι συλλογικοί φορείς από όλες τις επιτροπές επεξεργασίας πολιτιστικής πολιτικής του Υπουργείου Πολιτισμού και στη θέση τους διορίστηκαν με το χαρακτηρισμό «προσωπικότητες του χώρου της τέχνης», έμποροι, μεσάζοντες, επιχειρηματίες και γενικά πρόσωπα του χώρου του εμπορίου της τέχνης και της διακίνησης.
  • Ψηφίζεται ο νόμος 2121/93 για την προστασία των «πνευματικών δικαιωμάτων», με την παρέμβαση του μαζικού κινήματος των καλλιτεχνών, νόμος που αργότερα τροποποιείται υπέρ των επιχειρηματιών που δρουν στο χώρο.
  • Επιχειρήθηκε η τροποποίηση του νόμου για τις τιμητικές συντάξεις των καλλιτεχνών – λογοτεχνών – που κάλυπτε έστω μερικώς και ανεπαρκώς τους ανασφάλιστους κλάδους των εικαστικών, των μουσουργών, των λογοτεχνών – έτσι ώστε οι συντάξεις αυτές να δίνονται μόνον αριστίδην και για «εξαιρετικές υπηρεσίες» σε πολύ λιγότερους από ένα διευρυμένο μάλιστα κύκλο δικαιούχων στον οποίο συμπεριλάμβανε και τους εκτελεστές. Μετά από συγκρούσεις και κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών η εξέλιξη αυτή αποτράπηκε.
Β. Το 1996, με υπουργό Πολιτισμού τον Στ. Μπένο:
  • Ψηφίζεται μετά από κινητοποιήσεις νέος νόμος για τις τιμητικές συντάξεις των καλλιτεχνών (από τους πλέον ευνοϊκούς για το σύνολο των καλλιτεχνών – δημιουργών που διεύρυνε το φάσμα των δικαιούχων και στο χώρο των εκτελεστών και αυξήθηκε ο αριθμός). Λίγο αργότερα η κυβέρνηση εμφανίζεται να μελετά (εμπαίζοντας τους καλλιτέχνες) μια καθολική λύση για τους ανασφάλιστους καλλιτέχνες, με τη συμμετοχή των καλλιτεχνικών φορέων. Μελέτη που κατέληξε στην ευχή «να κάνετε αυτασφάλιση», δεδομένου ότι η γενικότερη οικονομική πολιτική περικοπής των κοινωνικών δαπανών, καθώς και οι κατευθύνσεις της ΕΕ, τις οποίες κατά γράμμα υπηρετούσε η κυβέρνηση, απέτρεπαν από την όποια λύση που θα αντιμετώπιζε την καλλιτεχνική δημιουργία ως κοινωνικό αγαθό.
  • Το υπουργείο Πολιτισμού προχωρά σε έναν παραπλανητικό ελιγμό ενσωμάτωσης των καλλιτεχνικών φορέων, καλώντας τους να συμμετάσχουν στη χάραξη «εθνικής πολιτικής στον πολιτισμό»! Στο πλαίσιο αυτό συζητιούνται κατά κλάδο τέχνης σημαντικά πορίσματα, τα οποία ουδέποτε δόθηκαν στη δημοσιότητα και φυσικά δε λήφθηκαν υπόψη.
Γ. Την περίοδο 1997 – 1999, με Υπουργό Πολιτισμού τον Ευάγ. Βενιζέλο:
  • Ψηφίζονται 2 πολυνόμοι – «σκούπες» όπου ιδιωτικοποιείται ό,τι είχε απομείνει στο ΥΠΠΟ (Μουσεία, Πινακοθήκες, Ορχήστρες, Φεστιβάλ Αθηνών, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων). Δημιουργείται ο ιδιωτικού δικαίου Οργανισμός Προώθησης Ελληνικού Πολιτισμού (ΟΠΕΠ) (ο γνωστός με το θέμα Ζαχόπουλου).
  • Με το νόμο 2557, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης καθίσταται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που «λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος»… «κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας». Ηδη από το 1992 έγινε διεθνές, χάνοντας το βασικό χαρακτήρα του ως καταρχήν βήμα προβολής του ελληνικού κινηματογράφου.
  • Στη διάρκεια του θεσμού «Θεσσαλονίκη – Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997», ιδρύονται μια σειρά νέα κρατικά μουσεία, πινακοθήκες και σκηνές ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου.
  • Τίθενται σε λειτουργία το «Δίκτυο Πόλεων» και το «Δίκτυο Καλλιτεχνικών Εργαστηρίων», θεσμοί όπου το κράτος σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση (το Υπουργείο Πολιτισμού συμμετείχε κατά 50% στη χρηματοδότηση και διόριζε το διδακτικό προσωπικό, το Διευθυντή και τους άλλους συντελεστές) δημιουργεί εργαστήρια, λέσχες ή κέντρα τεχνών σε επιλεγμένους Δήμους για τη δημιουργική απασχόληση των πολιτών. Το μέτρο αποδείχτηκε ανεπαρκές σε σχέση με τις ανάγκες.
  • Ψηφίζεται νόμος απόδοσης του 1% της δαπάνης των δημόσιων κτιρίων για τη δημιουργία και τοποθέτηση έργων εικαστικών τεχνών σε αυτά, που, όπως ο αντίστοιχος νόμος του 1989 ο οποίος είχε κατακτηθεί με αγώνες και περιλάμβανε και τους δημόσιους χώρους ουδέποτε υλοποιήθηκε γιατί δεν εκδόθηκαν ποτέ οι προβλεπόμενες υπουργικές αποφάσεις. Τη δημόσια αισθητική ορίζει τελικά το μεγάλο κατασκευαστικό κεφάλαιο.
  • Το 1997 υποχρεώνονται οι καλλιτέχνες χωρίς εργοδότη να εγγραφούν στο ΤΕΒΕ, (σημερινό ΟΑΕΕ, αυτασφάλιση) αν θέλουν να έχουν δικαίωμα να ασκούν επάγγελμα στην εφορία. Μετά από έντονους αγώνες εξαιρέθηκαν οι εικαστικοί καλλιτέχνες από αυτή την ρύθμιση που τους υποχρέωνε σε μηνιαίες εισφορές στο ΤΕΒΕ προκειμένου να μπορούν απλά να διατηρούν καλλιτεχνικό εργαστήριο. Οι άλλοι καλλιτεχνικοί κλάδοι των δημιουργών υποχρεούνται σε αυτασφάλιση, προκειμένου να μπορούν να εργάζονται με παραστατικά.
Δ. Τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ 1999 – 2003 με Υπουργούς Πολιτισμού διαδοχικά τους Παπαζώη, Πάγκαλο και Βενιζέλο:
  • Το 2002 ψηφίζεται ο νέος Αρχαιολογικός Νόμος, που επιχειρεί για πρώτη φορά να ρυθμίσει τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο πλαίσιο των εμπορευματικών σχέσεων, καθορίζοντας ταυτόχρονα και τους όρους της αρχαιοπωλησίας.
  • Το πνεύμα του κοσμοπολιτισμού και της απαξίωσης της σύγχρονης ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας χαρακτηρίζει όλες τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες της περιόδου. Η διοργάνωση «μεγάλων» γεγονότων με «προσωπικότητες» που απομυζούν τη μερίδα του λέοντος από το πενιχρό ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού για τον πολιτισμό κυριαρχούν (π.χ. «Μυθωδία» του Β. Παπαθανασίου – όπου η μία ώρα κόστισε 1,5 δισεκατομμύριο δρχ. -, έκθεση «Outlook», εκθέσεις των εμπόρων τέχνης «ART ATHINA», ανάθεση στον Καλατράβα του Ολυμπιακού Σταδίου, καλλιτεχνική διακόσμηση του ΜΕΤΡΟ με απευθείας αναθέσεις, Πολιτιστική Ολυμπιάδα, ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης κλπ.).
  • Το 2000 παύει να εφαρμόζεται από το ίδιο το κράτος ο νόμος για τις τιμητικές συντάξεις των καλλιτεχνών και με νέο νόμο του 2002 καταργούνται οριστικά και επί της ουσίας οι τιμητικές συντάξεις χωρίς να έχει λυθεί το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό των ανασφάλιστων καλλιτεχνών. Με τον νόμο του 2002 ζητούν από τους καλλιτέχνες να είναι ταυτόχρονα «επώνυμοι, άποροι και ασφαλισμένοι» προκειμένου να συγκροτήσουν δικαίωμα για σύνταξη. Από τότε οι ανασφάλιστοι καλλιτέχνες μένουν έτσι κυριολεκτικά στον αέρα. Οι συντάξεις δίνονται από το ΥΠΠΟ και «κόβονται» από το Υπουργείο Οικονομικών.
  • Παράλληλα, καταργήθηκαν μεγάλες συλλογικές πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως η καθιερωμένη επί 50 χρόνια «Πανελλήνια καλλιτεχνική Εκθεση» που έδινε τη δυνατότητα να παρουσιαστεί κάθε δυο χρόνια η εικαστική δημιουργία στο πανελλήνιο και αντικαταστάθηκαν από ατομικές δραστηριότητες, όπως εκθέσεις «επιλεγμένων» καλλιτεχνών, οργανωμένες από ανθρώπους του χρηματιστηρίου της τέχνης και των συγκροτημάτων του Τύπου.

Σε όλο το διάστημα της εναλλάξ διακυβέρνησης του τόπου από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ το μεγάλο κεφάλαιο έφτασε να ελέγχει άμεσα και ολοκληρωτικά τον οπτικοακουστικό τομέα, έχοντας στην ιδιοκτησία του το μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ, χωρίς ούτε καν να αποδίδει το 1,5% των κερδών τους για την ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου, όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος του 1986.

Συμπερασματικά, το σύνολο των κυβερνητικών μέτρων που πάρθηκαν την τελευταία εικοσαετία δημιούργησαν ευνοϊκότερους και αποτελεσματικότερους όρους για την ανάπτυξη και παρέμβαση του μονοπωλιακού κεφαλαίου στον τομέα του πολιτισμού σύμφωνα με τη διεθνή στρατηγική του (είναι γνωστό ότι στη χώρα – πρότυπο για την ΕΕ, τις ΗΠΑ η «General Electric» – βασικός προμηθευτής όπλων του Πενταγώνου – είναι ιδιοκτήτης των 3 μεγαλύτερων τηλεοπτικών δικτύων της χώρας, η «Coca Cola» ελέγχει την «Columbia» κλπ.).

Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου που επιτεύχθηκε μέσα από τις ρυθμίσεις της περιόδου που εξετάσαμε έχει ήδη επιφέρει βαρύτατα πλήγματα στην πολιτιστική ανάπτυξη του λαού. Ο ασφυκτικός έλεγχος της πολιτιστικής παραγωγής από τα μονοπωλιακά συγκροτήματα ορθώνει ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια στην ανάπτυξη καλλιτεχνικού έργου έξω από τα κυρίαρχα πρότυπα και τους κανόνες της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα καταδικάζει τα πλατιά εργατικά και λαϊκά στρώματα στην παθητική κατανάλωση των αγοραίων προϊόντων της βιομηχανίας της εκτόνωσης.

Στην άλλη πλευρά του νομίσματος, αναπτύσσεται η κοσμοπολίτικη κουλτούρα της κοινωνικής «ελίτ» με «εισαγωγές» καλλιτεχνικών προϊόντων από τις καπιταλιστικές «μητροπόλεις» και κυριαρχία των εγχώριων μονοπωλιακών παραγωγών που εκτοπίζουν σαρωτικά όσους μεμονωμένους καλλιτέχνες και δημιουργούς προβάλλουν αντιστάσεις στην εμπορευματοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, πρόσφατα ο πρωθυπουργός προσκάλεσε έναν Ισπανό αρχιτέκτονα για τον καλλωπισμό των δημόσιων χώρων μας, όπως αντίστοιχα ο Καλατράβα είχε αναλάβει το 2000 την αισθητική των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων.

Παράλληλα, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να εξασφαλίσει αντίστοιχα συμφωνίες εξαγωγής ελληνικών «ανταγωνιστικών πολιτιστικών προϊόντων» σε άλλες χώρες. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο προεκλογικό της πρόγραμμα για τον πολιτισμό, στόχος της είναι η «αξιοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου μας, ώστε το πολιτιστικό απόθεμα της χώρας να παρουσιάζεται ισότιμα στη διεθνή σκηνή και να αποτελέσει ισχυρή παραγωγική δύναμη». Ωστόσο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα η πραγματικότητα της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης διαψεύδει αυτού του είδους τις διακηρύξεις, που άλλωστε δεν είναι καινούργιες, αφού παρόμοιες εξαγγελίες διατυπώνονται χρόνια από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Η αντι-πολιτιστική πολιτική συνεχίζεται…

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στο προεκλογικό της πρόγραμμα, σε συνδυασμό με τις προγραμματικές δηλώσεις της, αποκαλύπτει τους γενικούς άξονες στους οποίους θα κινηθεί τα επόμενα χρόνια η πολιτική της με κεντρική επιδίωξη να συνεχιστεί η μαζική εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής δραστηριότητας και με νέες μορφές να υποστηριχθεί η επέκταση της μονοπωλιακής εκμετάλλευσης του πολιτισμού.

Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για τον πολιτισμό φέρει τον τίτλο:

  • «Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ…»

Οταν μιλά για τον πολιτισμό ως δύναμη ανάπτυξης, η κυβέρνηση δεν εννοεί την αξιοποίηση του πολιτισμού για την πνευματική ανάπτυξη του λαού. Ο όρος ανάπτυξη αναφέρεται στην ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και τη βελτίωση της θέσης των εγχώριων μονοπωλίων στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό μέσα από την αποδοτικότερη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρει ο πολιτισμός, όπως άλλωστε προβλέπεται από τη στρατηγική της Λισαβόνας, η οποία διαβλέπει στο πεδίο του πολιτισμού ανεκμετάλλευτες ακόμη δυνατότητες για ανάπτυξη της «ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας». Η συγχώνευση των υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού – την οποία προωθούσε η κυβέρνηση της ΝΔ και τελικά νομοθέτησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ – προδικάζει το είδος της πολιτιστικής ανάπτυξης που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση: Ο πολιτισμός μετατρέπεται σε εξάρτημα της τουριστικής βιομηχανίας για προσέλκυση πελατών και εκσυγχρονισμό των τουριστικών πακέτων, ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικά στη διεθνή αγορά. Από την υπόθεση αυτή, οι μόνοι κερδισμένοι θα είναι τα μονοπώλια του τουρισμού και της διασκέδασης και όχι ο πολιτισμός, ο οποίος θα γνωρίσει νέες, βαθύτερες μορφές εμπορευματοποίησης και χειραγώγησης, με τον αποκλεισμό κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης που δεν εξυπηρετεί ή και αντιστρατεύεται τα οικονομικά και ιδεολογικά – πολιτικά συμφέροντα του κεφαλαίου. Αλλωστε, σε άλλο σημείο των προγραμματικών δηλώσεων οι προθέσεις της κυβέρνησης για την πολιτιστική ανάπτυξη γίνονται πιο συγκεκριμένες και ξεκάθαρες: «Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ», «από πεδίο παθητικής κατανάλωσης σε παραγωγική δύναμη της χώρας» (…) εξαγωγή πολιτιστικών προϊόντων (…) «προσέλκυση στην Ελλάδα πολιτιστικών δραστηριοτήτων από άλλες χώρες (…) εξαγωγή τεχνογνωσίας σε Νοτιοανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο (…) με ποιοτικά κριτήρια και πιστοποιημένες διαδικασίες (…) σε συνεργασία με την ιδιωτική πρωτοβουλία (…) προώθηση “έξυπνων” υπηρεσιών και προϊόντων στην τουριστική αγορά».

Η πιστοποίηση ως εργαλείο μονοπώλησης

Με άλλα λόγια, παράλληλος στόχος είναι μια πιο εντατική και αποτελεσματική εμπορική εκμετάλλευση του πολιτιστικού πλούτου της χώρας από τα μονοπώλια με σκοπό να διεισδύσουν οικονομικά και πολιτικά σε νέες αγορές. Πρόκειται για κατεύθυνση που έρχεται να διευκολύνει τη διεύρυνση της οικονομικής δραστηριότητας τόσο των εγχώριων, όσο και των ξένων μονοπωλίων με βάση την αρχή του Μάαστριχτ για την οικονομία της ανοιχτής αγοράς, την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εργατικού δυναμικού, εμπορευμάτων και υπηρεσιών και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Οι «διαδικασίες πιστοποίησης» και τα αποκαλούμενα «ποιοτικά κριτήρια» στη διακίνηση των πολιτιστικών υπηρεσιών αποσκοπούν στον αποκλεισμό κάθε μη μονοπωλιακού φορέα από τη μοιρασιά, γιατί όπως είναι γνωστό στις προδιαγραφές και τα κριτήρια «πιστοποίησης» μπορούν να ανταποκριθούν μόνο ελάχιστοι ισχυροί όμιλοι με μεγάλη οικονομική επιφάνεια.

Ετσι και «η στήριξη στο δημιουργό»που διακηρύσσει η κυβέρνηση δεν αφορά στους καλλιτέχνες – δημιουργούς, αλλά στα μονοπωλιακά κυκλώματα παραγωγής και διανομής του καλλιτεχνικού έργου, στα οποία η κυβέρνηση εναποθέτει τη «στήριξη» του δημιουργού, καθώς θα δημιουργήσουν, όπως ισχυρίζεται, χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Για το πώς η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το θέμα, είναι χαρακτηριστικές οι εξελίξεις στο χώρο του κινηματογράφου, όπου κάτω από το σύνθημα ότι ο κρατικός εναγκαλισμός του κινηματογράφου φιμώνει τις ριζοσπαστικές φωνές, ενισχύονται τα μέτρα που από το 1995 επέβαλαν στους μεμονωμένους σκηνοθέτες τη συνεργασία τους με εταιρείες παραγωγής προκειμένου να χρηματοδοτηθούν και επιχειρείται να καθιερωθούν πλουσιοπάροχα κίνητρα και κρατικές επιδοτήσεις στους μονοπωλιακούς κολοσσούς που λυμαίνονται όλο το κύκλωμα του κινηματογράφου, από την παραγωγή, μέχρι τη διακίνηση, τη διανομή και τη διαφήμιση. Στο πλαίσιο αυτό ο δημιουργός όχι μόνο δεν απελευθερώνεται, αλλά συνθλίβεται ολοσχερώς από τις απαιτήσεις των μονοπωλίων διανομής και προβολής του κινηματογραφικού έργου («Village», «Odeon» κλπ.). Οταν η κυβέρνηση μιλάει «για σαφείς και δημοσιοποιημένους όρους χρηματοδότησης έργων, προγραμμάτων, δράσεων και καθιέρωση μητρώου φυσικών και νομικών προσώπων για ανάληψη πολιτιστικών δράσεων» καταλαβαίνουμε ότι στόχο της έχει να δημιουργήσει δομές που «αξιοκρατικά» και «διαφανώς» θα αποκλείουν από τη χρηματοδότηση κάθε φωνή αμφισβήτησης στις κυρίαρχες αντιλήψεις για τον πολιτισμό και την αποστολή του. Το όφελος από όλη αυτή τη διαφάνεια θα είναι για το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις που πλέον και με «ISO» (σύστημα πιστοποίησης) θα νομιμοποιούν την αποκλειστικότητά τους στην πολιτιστική δραστηριότητα. Αλλωστε για το σεβασμό που δείχνει η κυρίαρχη πολιτική στο δημιουργό μιλούν από μόνες τους οι άθλιες εργασιακές σχέσεις που ισχύουν για τη μεγάλη μάζα των καλλιτεχνών, τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχονται τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες βιοπορισμού τους, που τους καθιστούν ευάλωτους και πιο διαθέσιμους στο συμβιβασμό και την ενσωμάτωση.

«Η ελευθερία πρόσβασης και επιλογής στον πολίτη»αποτελεί παραπλάνηση. Είναι αλήθεια ότι ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού δεν υπήρχαν τόσες πολλές ευκαιρίες για τον καθένα να έρθει σε επαφή με τις διάφορες μορφές τέχνης και πολιτισμού όσο σήμερα. Με τις νέες τεχνολογίες και ιδιαίτερα με το διαδίκτυο μπορεί κανείς με ελάχιστο κόστος να μεταφέρει στην οθόνη του υπολογιστή του εκθέματα μουσείων από κάθε μεριά του κόσμου, να παρακολουθήσει ιστορικές θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, κινηματογραφικά έργα, να επιλέξει ανάμεσα σε πληθώρα μουσικών κομματιών και εκτελέσεων, να δει έργα των μεγαλύτερων ζωγράφων κλπ. Ωστόσο ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνολογίας να φέρουν κοντά στο λαό την ανθρώπινη πνευματική και πολιτιστική δημιουργία και στις πιθανότητες να μπορέσουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία να την προσεγγίσουν, να την απολαύσουν, πολύ περισσότερο να συμμετέχουν σ’ αυτή.

Διευρύνεται η πολιτιστική ανισότητα

Η αυξανόμενη οικονομική εκμετάλλευση και κοινωνική ανισότητα συμβαδίζουν με τη διεύρυνση της πνευματικής εκμετάλλευσης και της πολιτιστικής ανισότητας, στερώντας από τα λαϊκά στρώματα τη δυνατότητα και προπαντός τα μορφωτικά εφόδια που θα τους επιτρέψουν να κατακτήσουν τα επιτεύγματα του πνευματικού πολιτισμού, να νιώσουν τη συγκίνηση και τα νοήματα που εκπέμπει η αληθινή τέχνη, να παρακινηθούν και να εμπνευστούν σε δημιουργική δράση μέσα από αυτά. Την ανάγκη της ψυχαγωγίας και της δημιουργικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου έρχεται να καλύψει ο εμπορευματοποιημένος πολιτισμός της εκτόνωσης, που επιβάλλει στην καθημερινότητα της λαϊκής οικογένειας το αγοραίο γούστο των εύπεπτων προϊόντων της καπιταλιστικής πολιτιστικής βιομηχανίας. Η ελαχιστοποίηση του ελεύθερου χρόνου, ο αγώνας για την επιβίωση, το άγχος, η ανασφάλεια, το πλήθος των οικονομικών και άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει κάθε εργαζόμενος συνηγορούν υπέρ αυτών των δήθεν προσιτών πολιτιστικών λύσεων. Η ελευθερία πρόσβασης και επιλογής του πολίτη είναι συνάρτηση αναγκαίων κοινωνικών, οικονομικών και παιδαγωγικών προϋποθέσεων που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εξασφαλιστούν καθολικά στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό άλλωστε το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ μιλά για «Δημιουργία των προϋποθέσεων για ίσες ευκαιρίες»και όχι ίσες δυνατότητες «στην πρόσβαση, απόλαυση και συμμετοχή στην πολιτιστική δημιουργία», που στην ουσία μεταφράζονται σε μέτρα αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, όπως ψηφιοποίηση μουσείων, ηλεκτρονικές εκδόσεις κλπ. που ταυτόχρονα θα διευκολύνουν την παραπέρα εμπορευματοποίηση του πολιτιστικού υλικού.

«ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ» «…Προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των δημόσιων ελεύθερων χώρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς..».Στην ουσία πρόκειται για παρεμβάσεις που θα κάνουν πιο ελκυστικές για επενδύσεις και ιδιωτική εκμετάλλευση περιοχές με τουριστικό ή άλλου είδους επιχειρηματικό ενδιαφέρον, αλλά και για εκχώρηση δημόσιων ελεύθερων χώρων σε ιδιώτες στο όνομα της προστασίας και της αξιοποίησής τους. Αναφέρονται ενδεικτικά η εκχώρηση από το ΥΠΕΧΩΔΕ (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) και το Δήμο Αθηναίων (ΝΔ) του Πάρκου Ελευθερίας στο Μέγαρο Μουσικής του ιδρύματος Λαμπράκη, η προσπάθεια – που αποτράπηκε λόγω διαμαρτυριών για αρχαιολογικά ευρήματα – να παραχωρηθεί δημόσιος χώρος στο Μουσείο Τέχνης Γουλανδρή, η παραχώρηση του Φαληρικού Δέλτα στο Ιδρυμα Νιάρχος από την κυβέρνηση της ΝΔ με την ψήφο και του ΠΑΣΟΚ και άλλα σε συνδυασμό με τη γενικότερη πολιτική εμπορευματοποίησης της γης που εφαρμόζει και τους δασοκτόνους νόμους που έχει παλιότερα ψηφίσει.

«ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ»Οταν το ΠΑΣΟΚ μιλά για ανάδειξη και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν εννοεί τη στήριξή της από το κράτος, αλλά την παραχώρησή της στην αποκαλούμενη «κοινωνία των πολιτών», δηλαδή την «ιδιωτική πρωτοβουλία» των χορηγών και των διάφορων σωματείων, κινήσεων και «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων» (ΜΚΟ), που ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς ζητώντας από το λαό – ο οποίος σηκώνει ήδη το κύριο βάρος της κρατικής χρηματοδότησης με τη βαριά άμεση και έμμεση φορολογία – να ξαναπληρώσει για την προστασία της κληρονομιάς του. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι η όποια προστασία του πολιτιστικού πλούτου της χώρας να εναποτίθεται στην καλή προαίρεση των «ιδιωτών», οι οποίοι αναγορεύονται επίσημα από το κράτος σε σωτήρες της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανάθεση, ουσιαστικά, στην κίνηση «ενεργών πολιτών» «Διάζωμα» της ευθύνης για την αναστήλωση των αρχαίων θεάτρων.

Χαρακτηριστικά, το κυβερνητικό πρόγραμμα μέσα στα γενικόλογα και εύηχα μιλάει «για υιοθεσία μνημείων από σχολεία, συλλόγους, δήμους η άλλους φορείς» (όπως ΜΚΟ ή ιδιώτες), καλύπτοντας πίσω από τον «εθελοντισμό» την εμπορευματοποίηση και την πολιτική συρρίκνωσης της κρατικής παρέμβασης στην προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τη συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση του πολιτισμού και την παραπέρα μείωση του μόνιμου προσωπικού του ΥΠΠΟ. Για το πώς φαντάζεται την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς το ΠΑΣΟΚ, είναι χαρακτηριστικά ορισμένα γεγονότα της προηγούμενης διακυβέρνησής του όπου έγινε προσπάθεια εμπορευματοποίησης των αρχαιολογικών μας χώρων: Το Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου στο Ιδρυμα Λαμπράκη, το Ηρώδειο για επίδειξη μόδας του Κάλβιν Κλάιν (που απέτρεψε το μαζικό κίνημα, όπως απέτρεψε και τη «δωρεά» σημαντικών αρχαιοτήτων από την Αρχαία Ολυμπία σε ιδιωτικό μουσείο των «Αθανάτων» στη Λοζάνη το 1995). Αλλωστε, η κυβέρνηση προχώρησε στον υποβιβασμό του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων με τη δημιουργία της «ΑΕ Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς», που μετεξελίχθηκε στο γνωστό Οργανισμό Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού (ΟΠΕΠ). Ετσι παρακάτω το πρόγραμμα αναφέρει ότι η κυβέρνηση «επιδιώκει την αυτονομία, την αυτοτέλεια των μουσείων… θεωρώντας αδιαπραγμάτευτο το δημόσιο χαρακτήρα τους».Με άλλα λόγια, αποσκοπεί στην επιχειρηματική λειτουργία του συνόλου των κρατικών μουσείων με προοπτική την ιδιωτικοποίησή τους, κατά τα πρότυπα των φορέων που ίδρυσε το 1997, με «ανταποδοτικότητα», χορηγίες και ιδιωτικοοικονομική λειτουργία, ακριβό εισιτήριο και εμπορευματοποιημένες λειτουργίες, όπως έγινε με το Νέο Μουσείο Ακρόπολης που με νόμο της ΝΔ, που ψηφίστηκε και από το ΠΑΣΟΚ, αποκόπηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία κ.ά.

«Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ»Είναι γνωστό ότι κατά τις προηγούμενες τετραετίες της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ η καλλιτεχνική εκπαίδευση υποβαθμίστηκε σε κατάρτιση και δεξιότητεςκαι μαζί με αυτήν υποβαθμίστηκε και ο ρόλος του εκπαιδευτικού σε «εμψυχωτή» πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Κατά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ το 1997, μειώθηκαν οι ώρες καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, ενώ στο Λύκειο το μάθημα μετατράπηκε σε «προαιρετικό».

Το όψιμο ενδιαφέρον για την αναβάθμιση του πολιτισμού στην εκπαιδευτική διαδικασία προκύπτει από τις εκμεταλλευτικές ανάγκες της καπιταλιστικής πολιτιστικής βιομηχανίας για την αναπαραγωγή με χαμηλό κόστος μιας μάζας ευέλικτων, φτηνών και ανειδίκευτων εργαζομένων με στοιχειώδεις δεξιότητες στο χειρισμό πολιτιστικών ζητημάτων. Ετσι οι πολιτιστικές δεξιότητες σε πρόσφατες οδηγίες της ΕΕ εντάσσονται στις 8 βασικές ικανότητες που θα πρέπει να αποκτούν οι μαθητές από την υποχρεωτική εκπαίδευση. Είναι φανερό ότι σε καμία περίπτωση η κατεύθυνση αυτή δε σημαίνει καλλιέργεια αισθητικής αγωγής με σκοπό την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή, ούτε βέβαια τη δημιουργία δημόσιων και αναβαθμισμένων δομών καλλιτεχνικής παιδείας. Πρόκειται για υποκατάσταση της αισθητικής καλλιέργειας με ασύνδετες δεξιότητες χειρισμού απλών προβλημάτων. Αλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ στο πρόγραμμά του δε μιλά για ίδρυση δημόσιου συστήματος καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, αλλά για «ένταξη» της υπάρχουσας υποβαθμισμένης και ιδιωτικής «καλλιτεχνικής εκπαίδευσης» στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Διαφαίνεται δηλαδή η πρόθεση για ένταξη π.χ. των ιδιωτικών σχολών (θεάτρου, ωδείων κλπ.) στην ανώτατη εκπαίδευση και όχι για ίδρυση αποκλειστικά δημόσιων και δωρεάν ανώτατων καλλιτεχνικών σχολών, όπως είναι το αίτημα του κινήματος. Ετσι εξηγείται και το ότι το ΠΑΣΟΚ κατά την προηγούμενη διακυβέρνησή του ίδρυσε αντί αυτών ένα πλήθος υπολειτουργούντων «περί την τέχνη» σχολών, που εκπαιδεύουν θεωρητικούς και «κριτικούς τέχνης», μάνατζερς ή διαχειριστές – «εμψυχωτές», με στόχο τη στελέχωση της πολιτιστικής βιομηχανίας, ενώ κατά βάση τόσο η Μουσική όσο και η Θεατρική και Κινηματογραφική Παιδεία έμεινε στα χέρια των ιδιωτικών επιχειρήσεων και αδιαβάθμητη, εκτός υπουργείου Παιδείας.

Μια πλήρως εμπορευματοποιημένη καλλιτεχνική παραγωγή

«ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΜΕ», «…προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό πρόγραμμα πολιτισμού προς τα ΜΜΕ, που θα ενσωματώνει επιμορφωτικές και πολιτιστικές εκπομπές στις ζώνες υψηλής τηλεθέασης και ακροαματικότητας της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου και στην καθιέρωση πολιτιστικής ζώνης στα δελτία ειδήσεων»…και αλλού «με στόχο τη δημιουργία “πολιτιστικού καναλιού”, στα πλαίσια της ΕΡΤ, όπου θα προβάλλει την πολιτιστική παραγωγή».

Πρόκειται για μέτρο που σε ένα βαθμό ήδη υλοποιείται στο πρώτο σκέλος του από τα κρατικά και ιδιωτικά ΜΜΕ χωρίς αποτελέσματα στην αναβάθμιση του λαϊκού αισθητικού κριτηρίου και στην ουσία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την προβολή και διαφήμιση (στην πορεία και όταν δημιουργηθεί το κρατικό κανάλι με άφθονο κρατικό χρήμα) της δραστηριότητας της πολιτιστικής βιομηχανίας.

«ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΣΗ», «…προγράμματα και δράσεις σε συνεργασία με την ΤΑ και τα περιφερειακά ΑΕΙ, με στόχο τη στήριξη των δημιουργών σε κάθε τοπική κοινωνία» …«ενεργοποίηση της ιδέας του πολιτιστικού εθελοντισμού… με εισαγωγή θεσμών αριστείας…», «…ενίσχυση των περιφερειακών δικτύων των τεχνών (ΔΗΠΕΘΕ, λέσχες, ωδεία, βιβλιοθήκες, εργαστήρια κλπ.». Είναι φανερή η προοπτική, σε συνδυασμό με την προώθηση του «Καποδίστρια 2» (τώρα το λένε σχέδιο «Καλλικράτης») και την ισχυροποίηση των ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα), προώθησης νέων μορφών αποκέντρωσης της πολιτιστικής δραστηριότητας που θα συνοδευτεί με διεύρυνση των ανισοτήτων της, ανάλογα με τις διαχειριστικές και οικονομικές δυνατότητες της κάθε τοπικής κοινωνίας και μεγαλύτερη υποβάθμιση, αλλά και χειραγώγηση της πολιτιστικής δημιουργίας από την άμεση παρέμβαση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ο μονοπωλιακός έλεγχος μέσω των συμπράξεων και των χορηγιών, της διανομής, ο έλεγχος των «διαύλων» παρουσίασης της τέχνης στο κοινό, σε συνδυασμό με την απαξίωση των εργατικών και νεολαιίστικων πολιτιστικών φορέων και των συλλογικών φορέων των καλλιτεχνών και με τον πολυδιαφημιζόμενο «πολιτιστικό εθελοντισμό», θα δημιουργήσει μια πληρέστερα ελεγχόμενη και εμπορευματοποιημένη καλλιτεχνική παραγωγή.

Και βέβαια στις προγραμματικές δηλώσεις και στο Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ δε γίνεται λόγος κανείς για την «ανατροπή» του νομοθετικού έργου της ΝΔ στον Πολιτισμό το τελευταίο διάστημα, ακριβώς γιατί στρατηγικά η ΝΔ ταυτίζεται με το ΠΑΣΟΚ που και αυτό ψήφισε:

  • Τα «καταδυτικά πάρκα» (2005) που ανοίγουν το δρόμο για τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων κατάδυσης, χωρίς να έχει καταγραφεί και διασωθεί η ενάλια πολιτιστική κληρονομιά, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στην ενάλια αρχαιοκαπηλία και καταστροφή των ενάλιων αρχαιοτήτων.
  • Την ιδιωτικού δικαίου και προσανατολισμού δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού.
  • Την ιδιωτικού δικαίου και προσανατολισμού, αδιαβάθμητη «Ακαδημία Τεχνών».
  • Την απόσχιση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη σταδιακή ιδιωτικοποίησή του.
  • Την παραχώρηση του Φαληρικού Δέλτα στο ίδρυμα Νιάρχος και τη δημιουργία της «ΑΕ Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος» που θα διαχειρίζεται το χώρο και την υπαγωγή σε αυτήν της Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
  • Τη σκανδαλώδη διάθεση των αποθεματικών του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων στους (Ιδιωτικού Δικαίου, ΑΕ) «Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας», «Οργανισμό Προστασίας Ελληνικού Πολιτισμού», «Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων ΕΑΕ».

Η αναφορά που κάνει το ΠΑΣΟΚ στην αναμόρφωση του νόμου περί χορηγιών αφορά δευτερεύοντα διαδικαστικά θέματα. Σχετίζεται με τη διατυπωμένη διαφωνία με τη ΝΔ για το αν θα πρέπει να μπαίνει το ΥΠΠΟ ρυθμιστής στο πού θα δοθούν οι χορηγίες μέσω του «συμβουλίου χορηγών» του ΥΠΠΟ (το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να επιθυμεί την απευθείας).

Τα άμεσα μέτωπα πάλης

Μπροστά στη σημερινή ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, πρέπει να μην ξεχαστεί η νωπή πείρα από την προηγούμενη διακυβέρνησή του. Ο κίνδυνος είναι να εμπλέξουν τους εργαζόμενους και τους καλλιτέχνες σε ελπίδες σχετικά με το πρόσωπο του νέου υπουργού, που είναι στην «επιστημονική ελίτ της χώρας και άνθρωπος με παιδεία κλπ.» και με τα νέα πρόσωπα που διαχειρίζονται και όλα τα άλλα πόστα στα υπουργεία που σχετίζονται με τον Πολιτισμό.

Πρέπει να ενισχύσουμε την πληροφόρηση και να ανοίξουμε τα άμεσα μέτωπα πάλης με οξύτητα:

  • Για τη διεκδίκηση του δικαιώματος των εργαζομένων και της νεολαίας στα πολιτιστικά αγαθά: Ελεύθερο χρόνο με σταθερή και μόνιμη δουλειά με πλήρη δικαιώματα, υποδομές και οικονομική στήριξη για την ανάπτυξη της ερασιτεχνικής δημιουργίας, ελεύθερους χώρους, φθηνά εισιτήρια και ελεύθερη πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά.
  • Για τα άμεσα ζητήματα ζωής και δουλειάς των καλλιτεχνών: Την ασφάλιση και συνταξιοδότηση των καλλιτεχνικών κλάδων χωρίς εργοδότη, το προσωρινό μέτρο των βιβλιαρίων πρόνοιας στους ανασφάλιστους καλλιτέχνες, τις λεγόμενες «συντάξεις καλλιτεχνών – λογοτεχνών» και τη διεύρυνσή τους για τους ανασφάλιστους κλάδους, τα Εργασιακά και το Ασφαλιστικό όλων των καλλιτεχνών με εργοδότη, σε συνεργασία με το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Να αποκαλύψουμε τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου που υπηρετεί το ΠΑΣΟΚ στον τομέα του Πολιτισμού και να εντείνουμε την πάλη μας για την ανάπτυξη ενός πλατιού μετώπου στο χώρο του Πολιτισμού που θα παλέψει για: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ,για την ανάπτυξη καλλιτεχνικής και ερασιτεχνικής δημιουργίας ως αντίδοτο στην εμπορευματοποίηση και τα αγοραία πρότυπα της μονοπωλιακής πολιτιστικής βιομηχανίας. Ο στόχος αυτός για να υλοποιηθεί ολοκληρωμένα, απαιτούνται βαθύτερες αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις στη χώρα. Ενώνεται με την προοπτική για λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία.

Παλεύουμε για την αναγέννηση του Πολιτισμού, αγωνιζόμαστε για:

  • Πολιτιστική παραγωγή και δημιουργία που στόχο θα έχει – αντί για το κέρδος – την αισθητική και πνευματική ανάπτυξη του λαού μας και αποφασιστικό ρόλο σ’ αυτή θα έχουν οι άνθρωποί της και η ίδια η κοινωνία.
  • Να πάψει η τέχνη να αντιμετωπίζεται σαν εμπορικό προϊόν, ώστε να μπορέσει να αναπνεύσει ελεύθερα η καλλιτεχνική δημιουργία και οι συντελεστές της.

Διεκδικούμε:

  • Να συγκροτηθεί ενιαίος δημόσιος μηχανισμός παραγωγής και διανομής του καλλιτεχνικού έργου, αποτελούμενος από κρατικούς φορείςμε φιλολαϊκή πολιτιστική αντίληψη και πολιτική, που θα λειτουργούν με κρατική χρηματοδότηση και συλλογικές διαδικασίες διοίκησης και χάραξης πολιτικής, στις οποίες θα εκπροσωπούνται με αποφασιστικό ρόλο οι συλλογικοί φορείς των δημιουργών, ερμηνευτών, τεχνικών και όλων των άλλων συντελεστών της παραγωγής και διανομής του. Απαιτούμε όλοι οι εποπτευόμενοι σήμερα από το ΥΠΠΟ φορείς να είναι αποκλειστικά δημόσιοι. Είμαστε αντίθετοι στην ιδιωτικοοικονομική – επιχειρηματική λειτουργία των Μουσείων, των κρατικών θεάτρων, των ΔΗΠΕΘΕ, των κρατικών ορχηστρών, των Δημοτικών Μουσικών Συνόλων κλπ., στην υπαγωγή του ΕΚΚ στο καθεστώς των ΔΕΚΟ. Απαιτούμε κατάργηση της απαράδεκτης συμφωνίας με το ίδρυμα Νιάρχου για την ΕΛΣ και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Λέμε όχι στην πολιτική της «αποκέντρωσης» – βαθύτερης ιδιωτικοποίησης της πολιτιστικής δραστηριότητας με συγχώνευση των ΔΗΠΕΘΕ σε περιφερειακά θέατρα. Απαιτούμε ίδρυση κρατικών σκηνών και αιθουσών τέχνης σε κάθε πόλη και υπαγωγή τους απευθείας στο ΥΠΠΟ, καμία περικοπή θέσεων και δραστηριοτήτων στα κρατικά θέατρα. Απαιτούμε την παρουσία της τέχνης στο δημόσιο χώρο, την αναβάθμιση της δημόσιας αισθητικής με τη διενέργεια πανελλήνιων καλλιτεχνικών διαγωνισμών, με συλλογική εκπροσώπηση των καλλιτεχνών στις επιλογές.
  • Συγκρότηση πανελλαδικού δικτύου δημόσιων πολιτιστικών κέντρων σε κάθε συνοικία και χωριό με βιβλιοθήκες, θεατρικές σκηνές, αίθουσες κινηματογραφικών προβολών, συναυλιών κ.ά., κυψέλες για την πολιτιστική και μορφωτική ανάπτυξη της νεολαίας και των εργαζομένων, κύτταρα της λαϊκής ερασιτεχνικής δημιουργίας.
  • Καθιέρωση δωδεκάχρονου βασικού σχολείου, που μαζί με τη γνώση πρέπει να καλλιεργεί και το συναισθηματικό κόσμο των μαθητών, αναπτύσσοντας την αισθητική αγωγή. Ιδρυση δημόσιων και δωρεάν κέντρων καλλιτεχνικής εκπαίδευσης για τη φοίτηση μαθητών μετά το σχολείο και εργαζομένων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε συγκεκριμένο καλλιτεχνικό τομέα.
  • Δωρεάν πρόσβαση όλου του λαού στους αρχαιολογικούς χώρους και τα κάθε είδους μουσεία, που πρέπει να αποτελούν αποκλειστικά κρατική ιδιοκτησία. Δωρεάν είσοδο των μαθητών, φοιτητών και σπουδαστών σε θέατρα και κινηματογράφους.
  • Κατοχύρωση σταθερότητας στην εργασία με μείωση του εργάσιμου χρόνου ώστε να αναπτύσσεται το πολιτιστικό επίπεδο του λαού μας και οι αντιστάσεις του στις κυρίαρχες αξίες και αντιλήψεις ζωής.
  • Γενναία αύξηση του κρατικού προϋπολογισμού για τον Πολιτισμό. Να ενισχυθούν οικονομικά και υλικά οι δημόσιοι φορείς και η εγχώρια παραγωγή που κινείται έξω από τα μονοπωλιακά και πολυεθνικά κυκλώματα με ισότιμη συμμετοχή στην κρατική στήριξη. Να αποδοθεί το 1,5% από τις εταιρείες τηλεοπτικών σταθμών στην κινηματογραφική παραγωγή όπως ορίζει ο νόμος. Υλοποίηση της απόδοσης του 1% από τη δαπάνη των δημοσίων κτιρίων και χώρων για την καλλιτεχνική τους διακόσμηση με διαγωνισμούς. Καμία χρηματοδότηση από το κράτος παραγωγών πολυεθνικών εταιρειών ή των μονοπωλιακών συγκροτημάτων του θεάματος. Τα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, καθώς και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, οι κρατικές αίθουσες τέχνης να πάψουν να αποτελούν διακινητές της ξένης και εγχώριας μονοπωλιακής παραγωγής, να μπουν στην υπηρεσία της πολιτιστικής ανάπτυξης του λαού μας και όχι της κερδοφορίας των πολυεθνικών του θεάματος και της τουριστικής βιομηχανίας.
  • Εργασιακή και οικονομική αναβάθμιση όλων των συντελεστών του πολιτιστικού έργου.Υπογραφή ουσιαστικών ΣΣΕ σε θέατρα, οπτικοακουστικό τομέα, ΔΗΠΕΘΕ, Νυχτερινά Κέντρα, δήμους κλπ. που να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες μας και υποχρεωτική εφαρμογή τους σε κάθε χώρο. Αύξηση του αφορολόγητου ορίου στις 30.000 ευρώ και κατάργηση της φορολογίας στα είδη πλατιάς κατανάλωσης και στα καύσιμα. Επίδομα ανεργίας στο 80% του μισθού, υπολογισμό του χρόνου ανεργίας ως συντάξιμου. Επιδότηση των ανέργων χωρίς καμία προϋπόθεση. Κατάργηση του θεσμού των συμβασιούχων κάθε κατηγορίας. Πλήρη και σταθερή εργασία για όλους.
  • Ενιαίο καθολικό και αποκλειστικά δημόσιο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.Κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών νόμων (Σιούφα, Ρέππα, Πετραλιά). Διατήρηση όλων των κατηγοριών καλλιτεχνών που εντάσσονται στα βαρέα και ανθυγιεινά. Κατάργηση των εισφορών για τον τομέα της Υγείας. Καθολική λύση του ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού των ανασφάλιστων καλλιτεχνών – δημιουργών σε βάση συλλογική και αναλογική.
  • Ιδρυση Ανώτατων Καλλιτεχνικών Σχολών, δημόσιων και δωρεάν, στο πλαίσιο της Ενιαίας Ανώτατης Εκπαίδευσης για την επιστημονική μόρφωση των καλλιτεχνών όλων των ειδικοτήτων (ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες κ.ά.). Οχι στην ψευτοκατάρτιση από τους εμπόρους της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και την λεγόμενη «Ακαδημία Τεχνών». Οχι στην υποβάθμιση των ήδη υπαρχουσών ανώτατων καλλιτεχνικών σπουδών και στην εφαρμογή των κατευθύνσεων της Μπολόνια.
 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: «Πολιτιστικά σωσίβια» στην καπιταλιστική οικονομία

Οσο κι αν πασχίζει πραγματικά η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού – Τουρισμού, προεξάρχοντος του υπουργού, Π. Γερουλάνου, να δημιουργήσει, σε ένα καθαρά επικοινωνιακό επίπεδο, ένα «προφίλ» «διαφορετικότητας» από τις κυβερνήσεις της ΝΔ, η αντιδραστική «φύση» της σοσιαλδημοκρατίας …δεν τους «αφήνει». Αντίθετα, το ερεβώδες χάος που χωρίζει αυτές τις προσπάθειες από την πραγματικότητα της εφαρμοζόμενης, αντιδραστικής πολιτικής, αναδεικνύει περίτρανα την τελευταία.Βέβαια, το ΠΑΣΟΚ έχει δώσει σχετικά «διαπιστευτήρια» από παλιά. Τόσο με τις κυβερνήσεις του όσο και με τις «πρωτοβουλίες» του σε επίπεδο ΕΕ, συμβάλλοντας με αξιοσημείωτη προθυμία στην επίτευξη του στόχου για πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, μέσω της μετατροπής του, σε πρακτικό επίπεδο πλέον, σε έναν ακόμη κλάδο επιχειρηματικής κερδοφορίας, πάντα στο πλαίσιο της αύξησης της «ανταγωνιστικότητας» του ευρωενωσιακού κεφαλαίου.

Πέρα και πάνω, λοιπόν, από το τι θέλει να «πλασάρει» ως «πραγματικότητα» σήμερα η κυβέρνηση στον πολιτισμό, τόσο σε ό,τι αφορά στην αξιακή της ιεράρχηση ως προς το τι θεωρεί «πρόβλημα» όσο και ως προς τις λύσεις που προτείνει, αυτό που αρχίζει ήδη να μορφοποιείται ως «εικόνα» στην πολιτιστική πολιτική είναι απλώς η εφαρμογή, και σε αυτόν τον τομέα, των «σωσιβίων» του αστικού κράτους προς το κεφάλαιο, λόγω της καπιταλιστικής κρίσης.

«Επιστροφή» στην αγοραία «ηρεμία»

Αυτό για το οποίο προσπαθεί να πείσει η κυβέρνηση (όπως και οι κυβερνήσεις της ΝΔ άλλωστε) και στον τομέα του πολιτισμού είναι πως τα προβλήματα έχουν «διαχειριστικές» αιτίες. Καμία ρητορική «τρικλοποδιά» δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι η ηγεσία του ΥΠΠΟ-Τ δεν έχει αγγίξει καν το ζήτημα του προσανατολισμού της κρατικής πολιτικής στον πολιτισμό. Ακριβώς διότι αυτόν υπηρετεί. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγινε στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη, όταν απηυδισμένοι οι εργαζόμενοι της Λυρικής και με αφορμή ότι δεν είχε καταβληθεί ο μισθός τους, έστειλαν αντιπροσωπεία των σωματείων τους στο ΥΠΠΟ-Τ. Στην …κεντρική πύλη του υπουργείου, ο υπουργός τους είπε ότι το πρόβλημα της Λυρικής …δε λύνεται με συναντήσεις και κινητοποιήσεις(!) και ότι η Λυρική παίρνει μεγάλη επιχορήγηση, μεγαλύτερη από αντίστοιχα θέατρα στο εξωτερικό.

Ωστόσο, ελάχιστες μέρες πριν από εκείνη τη συνάντηση, ο υπουργός ήταν «λαλίστατος» μπροστά στους εκπροσώπους του τουριστικού κεφαλαίου, στο πλαίσιο της έκθεσης «Philoxenia». Τους προσφώνησε «αγαπητούς φίλους» και τους είπε ότι «σας θέλω κοντά μου, γιατί παρόλο που εκπροσωπώ την κυβέρνηση, προέρχομαι από το δικό σας κόσμο, τον κόσμο των επιχειρήσεων. Εχω προσλάβει και έχω απολύσει. Εχω τρέξει μισθοδοσία. Εχω συντάξει προϋπολογισμό για τους μετόχους μου και έχω παρουσιαστεί μπροστά τους για να τους εξηγήσω όχι μόνο τι πήγε σωστά, αλλά και τι πήγε λάθος (…) Γνωρίζω την κατάσταση και τι τραβάτε (…)».

Είχαν προηγηθεί βέβαια οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, κατά τις οποίες ο υπουργός Πολιτισμού – Τουρισμού επανέλαβε συνοπτικά το γνωστό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για τον πολιτισμό. Τα πράγματα όμως ξεκαθαρίστηκαν ακόμη περισσότερο λίγο πριν τα Χριστούγεννα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για τον κρατικό προϋπολογισμό. Εκεί, «μάθαμε» από τον Π. Γερουλάνο ότι δε βρισκόμαστε εν μέσω μιας ακόμη αντικειμενικής κρίσης ενός σάπιου συστήματος, αλλά ότι αυτή η κρίση είναι «προϊόν ενός συστήματος (σ.σ. ποιου;) που έβαλε τους αριθμούς πάνω από τους ανθρώπους, που έβαλε το εφήμερο κέρδος πάνω από την αειφόρο ανάπτυξη». Για να έρθει και στο «ψητό»: «Εάν ένα πράγμα απέδειξε η κρίση, είναι ότι (…) τα ελλείμματα δεν αντιμετωπίζονται μόνο με δημοσιονομικά μερεμέτια (…) αλλά με (…) επενδύσεις που πιάνουν τόπο». Μάλιστα, πρόσθεσε ότι «αυτό (σ.σ. ποιο;) που διέλυσαν με τα άυλα παιχνίδια τους οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, θα ξαναχτιστεί μόνο με στοχευμένες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις στην πραγματική οικονομία, εκεί που ζει, δημιουργεί, εκεί που επενδύει και παράγει ο πολίτης»!

Στόχος, λοιπόν, είναι να επανέλθει το κεφάλαιο σε κατάσταση απρόσκοπτης αναπαραγωγής και αύξησης της κερδοφορίας του. Και πώς θα γίνει αυτό; «Επενδύοντας», «μεταξύ άλλων, στην πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά μας, τον φυσικό μας πλούτο, τον τουρισμό, τον σύγχρονο πολιτισμό και τον αθλητισμό. Εάν βάλουμε ξεκάθαρους στόχους και δημιουργήσουμε συνεργασίες σε αυτούς τους τομείς, θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικές οι επενδύσεις και οι παρεμβάσεις μας αυτές. Κάθε ευρώ που θα επενδύουμε, θα πιάνει τόπο και θα πολλαπλασιάζεται. Αυτήν τη λογική ακολούθησε η κυβέρνηση όταν ένωσε τα υπουργεία Πολιτισμού και Τουριστικής Ανάπτυξης (…)».

Με ποια «εργαλεία»; Μείωση και «μηδενισμός» της «σπατάλης» (σ.σ.. διότι «πώς να επενδύσει κάποιος σε μια χώρα που δεν ξέρει αν θα τον αφήσουνε να δει το προϊόν της επένδυσής του;»), «συντονισμός» «δράσεων» και (σ.σ. εδώ προσοχή) «κινητοποίηση», όλων των «διαθέσιμων δυνάμεων» που «επιτελούν παράλληλο έργο, προς την ίδια κατεύθυνση, για να πολλαπλασιάσουμε την παρεμβατική μας ικανότητα». Ποιες είναι αυτές οι «δυνάμεις»; Ο υπουργός έφερε το παράδειγμα: «Προσφάτως συνάψαμε με τη Νομαρχία Αθηνών προγραμματική σύμβαση ύψους 6.000.000 ευρώ για έργα αναστήλωσης του Αρχαίου Θεάτρου του Διονύσου. Η πρωτοβουλία ανήκει σε μία μη κυβερνητική οργάνωση, το ΔΙΑΖΩΜΑ. Και τους ευχαριστώ γι’ αυτή την πρωτοβουλία. Είναι ένα μικρό βήμα το οποίο μπορεί να αλλάξει τα πάντα, διότι αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τον Πολιτισμό και τον Τουρισμό. Αυτό εννοούμε όταν μιλάμε για αλλαγή νοοτροπίας»!

Σα να μην πέρασε μια μέρα…

Η κυβέρνηση, λοιπόν, αναβαθμίζει την «ιδιωτική πρωτοβουλία» κάθε μορφής, φτάνοντας να την …«ευχαριστεί» επειδή «μεσολάβησε» ώστε να «βρεθούν» χρήματα για την αναστήλωση ενός από τα σημαντικότερα μνημεία! Με τον ίδιο τρόπο που την περασμένη άνοιξη (επί κυβέρνησης ΝΔ) ο τότε υπουργός Πολιτισμού και νυν πρόεδρος της ΝΔ, Αντ. Σαμαράς, έλεγε ότι το έργο της ανάδειξης του Λυκείου του Αριστοτέλη «δε γινόταν» χωρίς τα 4,5 εκατ. ευρώ της ΟΠΑΠ ΑΕ! Ομολογώντας πως η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς αφήνεται στην …«καλή διάθεση» του κεφαλαίου. Ο Π. Γερουλάνος το έθεσε ως εξής: «Δεν φοβόμαστε τους ιδιώτες και δεν προσπαθούμε να τους εκμεταλλευτούμε με νομοσχέδια που περνούν τις χορηγίες μέσα από το γραφείο του υπουργού. Τους ζητούμε να συμμετέχουν στην προσπάθειά μας, συντονίζουμε τις δράσεις μας και τους ευχαριστούμε για την προσφορά τους».

Ο υπουργός έγινε ακόμα σαφέστερος για την επιλογή της κυβέρνησης να συγχωνεύσει τα δύο υπουργεία: «Ακόμη και όσοι δεν αποδέχονται τη σκοπιμότητα της διοικητικής σύζευξης των δύο τομέων, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τη σχέση που έχει ο Πολιτισμός με τον Τουρισμό. Η άμεση και έμμεση συμβολή του Τουρισμού, του Πολιτισμού και του Αθλητισμού στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ξεπερνάει το 20% επί του συνολικού ΑΕΠ. Και μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα».

Και πάλι όμως προσπέρασε τη γνωστή «λεπτομέρεια»: Ποιος παράγει αυτόν τον πλούτο και ποιος τον απολαμβάνει…

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 10 Γενάρη 2010