RSS

Category Archives: Η ΑΥΓΗ

Εν ονόματι του «εθνικού οράματος»…

Του ΣΤΑΘΗ ΓΚΟΤΣΗ, Η ΑΥΓΗ: 21/06/2009

Σε δύσκολους καιρούς, οι άνθρωποι αναζητούν σύμβολα να κρατηθούν. Και η έναρξη λειτουργίας του Μουσείου Ακρόπολης είναι ένα τέτοιο σύμβολο (…) που συνοψίζει ταυτόχρονα την Αισθητική του Λόγου, το Ήθος της Ελευθερίας και τη Λογική της Ομορφιάς. (…) Αυτά που θα δείτε δεν είναι απλώς κομμάτι της Ιστορίας μας. Είναι κομμάτι του εαυτού μας. (…) Και πιο πολύ κομμάτι από την ψυχή μας, είναι αυτά που λείπουν. Και που προσδοκούμε πάντα – κι ελπίζουμε σύντομα – την επανένωσή τους με το μνημείο του οποίου αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα.

Αντώνης Σαμαράς, υπουργός Πολιτισμού

Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης (ΝΜΑ) δεν είναι απλώς ένα μουσειακό αρχιτεκτονικό κέλυφος. Πρόκειται για εργαλείο άσκησης πολιτικής, εκτός και (κυρίως) εντός συνόρων, καθώς η δημιουργία του συνδέθηκε με το αίτημα για την επανένωσή των μαρμάρων του Παρθενώνα με το μνημείο, όπως διατυπώθηκε από τη Μελίνα Μερκούρη τη δεκαετία του ’80. Μόνο που το «εθνικό» αυτό όραμα έπασχε: η ατμοσφαιρική ρύπανση της Αθήνας κατέστρεφε το μνημείο… Αντί να αντιμετωπιστεί η αιτία του προβλήματος, που θα απαιτούσε ριζική αλλαγή πολιτικών, προκρίθηκε η έμμεση αυτοϋπονόμευση του αιτήματος: επανένωση των γλυπτών μεν, αλλά όχι επί του μνημείου!

  • Οι αντιφάσεις ενός «οράματος»

Το ΝΜΑ, «κορυφαίο μνημείο πολιτικού καιροσκοπισμού», κατά τον Χρίστο Ντούμα (Καθημερινή, 6/6/09), σχεδιάστηκε με γνώμονα την εξυπηρέτηση του «εθνικού οράματος». Παγιδεύτηκε εξ αρχής σε μια εγγενή αντίφαση. Θα έπρεπε να «συνομιλεί» με τον Βράχο της Ακρόπολης, να υποκαθιστά εκθεσιακά την ενότητα του μνημείου, που δεν μπορούσε να επιτευχθεί in situ. Έτσι, επιβλήθηκε η χωροθέτησή του στο ακατάλληλο οικόπεδο Μακρυγιάννη. Για τη θέση αυτή, ο Άρης Κωνσταντινίδης (Η άθλια επικαιρότητα, Αθήνα 1991) ήταν κατηγορηματικός (και προφητικός): «Να μείνει, χίλιες φορές, το μουσείο έτσι όπως βρίσκεται απάνω στο Ιερό Βράχο (όσο κι αν είναι μίζερο και ελαττωματικό), παρά να διακινδυνέψουμε κάτι το βάναυσο και το αποτροπιαστικό». Δεν εισακούστηκε. Ούτε υπήρξε αναδίπλωση όταν, αναπόφευκτα, εντοπίστηκαν εκεί εξαιρετικά σημαντικές αρχαιότητες. «Αν το οικόπεδο ανήκε σε ιδιώτη (…) θα απαλλοτριωνόταν για να στηθούν τ’ αρχαία. Εδώ δεν χρειάστηκε. Τα αρχαία ανήκαν στο κράτος που είχε δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσει όπως ήθελε», σημειώνει δηκτικά ο γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας Βασίλης Πετράκος (ο Μέντωρ, Ιούνιος 2007).

Το αρχιτεκτόνημα των Τσουμί-Φωτιάδη δίχασε ειδικούς και μη. Ανεξάρτητα από τις απόψεις περί αισθητικής, πάντως, οι περισσότεροι συμφωνούν πως το ογκώδες κτίριο μοιάζει να ασφυκτιά στην πυκνοδομημένη γειτονιά του και να την συνθλίβει με την κλίμακά του. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, οι υπερασπιστές του αναπτύσσουν μια επιχειρηματολογία περί «εμβληματικού κτίσματος» και «αρχιτεκτονήματος αναφοράς». Προφανώς, πέφτουν σε μια νέα αντίφαση. Χρειάζεται η περιοχή ένα νέο τοπόσημο; Το ΝΜΑ υποτίθεται πως κτίστηκε για να εξυπηρετήσει τα μνημεία της Ακρόπολης, το κατεξοχήν έμβλημα της πόλης, και όχι για να τα ανταγωνιστεί! Ορισμένοι προώθησαν, μάλιστα, την ιδέα -που υιοθετήθηκε από τους προηγούμενους υπουργούς- της κατεδάφισης σειράς νεότερων κτιρίων, ανάμεσά τους και διατηρητέων, στο μέτωπο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, χάριν της ενίσχυσης της θέας προς την Ακρόπολη από το… πολυτελές εστιατόριο του Μουσείου. Η απόφαση, σε ευθεία αντίθεση με την έγκριση ανέγερσης του ΝΜΑ, προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών, ενώ η υπόθεση εκκρεμεί στο ΣτΕ.

  • Πέρα από τον «εθνικό» στόχο

Οι περιπέτειες της ανέγερσης του ΝΜΑ περιγράφουν τις αντιφάσεις της εθνικής ρητορείας που το συνοδεύουν. Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του υπογραμμίζουν τον πολιτικό του ρόλο. Σύμφωνα με τον υπουργό Πολιτισμού «τα εγκαίνια (…) σηματοδοτούν και ένα νέο πιλοτικό κοινωνικό πρότυπο μουσειακής πολιτικής» (συνέντευξη τύπου 20/5/09). Δεν εννοούσε μόνο την πολιτική μειωμένου εισιτηρίου ή την ύπαρξη «φροντιστών», «νέων παιδιών που θα έχουν σπουδάσει Αρχαιολογία», που θα εξυπηρετούν (εθελοντικά;) τους επισκέπτες. Προφανώς, αναφερόταν στη μουσειακή πολιτική που εισηγήθηκε ο προκάτοχός του, με τον ιδρυτικό Νόμο του ΝΜΑ. Παρά τις αντιδράσεις του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, η κυβέρνηση προχώρησε στη διοικητική και λειτουργική αυτονόμηση του Μουσείου από τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και στην αποκοπή του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Με τη μορφή του ΝΠΔΔ και διορισμένο από τον υπουργό Δ.Σ., το ΝΜΑ προικίστηκε με την «ευελιξία» στη διαχείριση εκθεμάτων, πόρων και εργαζομένων.

Ο πρόεδρος του Δ.Σ. Δημ. Παντερμαλής, επιχειρώντας να διασκεδάσει τις αιτιάσεις για επέκταση των εμπορικών χρήσεων στο Μουσείο, υπερασπίστηκε την «αντίληψη μιας ολοκληρωμένης διαχείρισης του επισκέπτη, ο οποίος πράγματι θέλει να πιει έναν καφέ μέσα στο μουσείο (…), για να αναστυλωθεί και να συνεχίσει να βλέπει (…) και αφοσιώνεται στη θέαση». Στην προσπάθειά του να κλείσει ένα σοβαρό θέμα, άνοιξε ένα εξίσου σημαντικό. Επανέφερε παρωχημένες μουσειακές αντιλήψεις: «τα αριστουργήματα μιλάνε μόνα τους»! Τοποθετημένα στο υψηλό τους βάθρο, αναμένουν το βλέμμα θαυμασμού του θεατή, για να του αποκαλύψουν αυτόματα την απαράμιλλη αξία τους… Η αντίληψη αυτή ακυρώνει κάθε προβληματισμό για ένα επιστημονικά δομημένο και αποτελεσματικό μουσειολογικό πρόγραμμα. Τα αξεπέραστα προβλήματα της μουσειολογικής-μουσειογραφικής μελέτης είχαν ήδη επισημανθεί και από το αρμόδιο Συμβουλίο Μουσείων, που εκλήθη -εκ των υστέρων!- να την εγκρίνει (βλ. Ματούλα Σκαλτσά, Το Βήμα, 22/2/09).

  • Μετά τα εγκαίνια

Το ΝΜΑ είναι γεγονός. Φορτωμένο με αντιφατικές προσδοκίες, με ορατές ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες. Στη διαδρομή του εξουδετέρωσε θεσμικά κατοχυρωμένες διαδικασίες, επιστημονικές δεοντολογίες και τεκμηριωμένες ενστάσεις, συκοφάντησε τις φωνές διαμαρτυρίας και τις (λιγοστές) συλλογικές αντιστάσεις. Μένει να κριθεί στην πράξη η θέση που θα πάρει στο μουσειακό χάρτη.

Ο «εθνικός» του στόχος, πάντως, μοιάζει εξαιρετικά δυσπρόσιτος. Γιατί ο «αντίπαλος» δεν είναι το Βρετανικό Μουσείο, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων διεθνώς, με τον οποίο είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι «εθνικώς αγορεύοντες» προτίθενται να συγκρουστούν. Είναι ενδεικτικό πως οι διευθυντές δεκαοχτώ μεγάλων μουσείων της Δύσης -συμπεριλαμβανομένου του βρετανικού- συνυπέγραψαν το 2002 τη «Διακήρυξη για τη σημασία και την αξία των παγκόσμιων μουσείων». Επικαλούμενοι την οικουμενικότητα, διεκδικούν το δικαίωμα εκπροσώπησης του παγκόσμιου πολιτισμού, αρνούνται επομένως κάθε συζήτηση για επιστροφή αρχαιοτήτων στους τόπους προέλευσής τους.

Όταν τα φώτα των εγκαινίων χαμηλώσουν, το ερώτημα θα επανέλθει: τι είδους δημόσια μουσεία θέλουμε όσοι, τουλάχιστον, επιμένουμε πως τα μνημεία χρειάζονται άλλη προσέγγιση για να γίνουν κατανοητά στους πολλούς, για να (ξανα)γίνουν κοινωνικά χρήσιμα, πέρα από ιδεολογικές χρήσεις και αγοραίες καταχρήσεις;

 

Η Αρχιτεκτονική κρίνεται από το υλοποιημένο αποτέλεσμα…

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΗΣΑΪΑ*, Η ΑΥΓΗ: 21/06/2009

Η Αθήνα έχει από χθες και επισήμως, ένα νέο Μουσείο. Το Μουσείο της Ακρόπολης που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Οι εορτασμοί και οι δημοσιεύσεις που τις συνοδεύουν δημιούργησαν τη συνηθισμένη ατμόσφαιρα εθνικής ανάτασης κι’ έτσι, γι’ άλλη μια φορά, όσοι στεκόμαστε κριτικά απέναντι σ’ αυτό το «σύμβολο κατάνυξης και μόχθου μιας σύγχρονης Ελλάδας», όπως το χαρακτήρισε ο υπουργός Πολιτισμού, πρέπει να αισθανόμαστε ότι μάλλον δεν ανήκουμε στον υγιή κορμό της.

Άκαρποι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, αντιρρήσεις και διαμάχες, αναθέσεις και μελέτες που έμειναν στα συρτάρια, προσφυγές και ένα κτήριο που απ’ την πρώτη στιγμή της παρουσίασής του μέχρι και σήμερα αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής και αντιπαραθέσεων. Πολλά από τα θέματα που κατά καιρούς έβλεπαν το φως της δημοσιότητας ξεπερνούν το επίπεδο της αρχιτεκτονικής κριτικής του κτηρίου του Bernard Tschumi και του Έλληνα συνεργάτη του Μιχάλη Φωτιάδη. Θα ‘ταν σκόπιμο να αναφερθούμε και σ’ αυτά, μια και έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα.

Πρώτο θέμα είναι η ίδια η ιδέα της κατασκευής του Μουσείου που ποτέ δεν συζητήθηκε ψύχραιμα. Ποια θα ‘πρεπε να ‘ταν η σχέση του με τ’ άλλα Μουσεία της Αθήνας αλλά και με την Πόλη και τους διάσπαρτους Αρχαιολογικούς Χώρους; Θεωρήθηκε εξ ορισμού αναγκαίο και σύντομα μεταμορφώθηκε σε όχημα διεκδίκησης των γλυπτών που βάναυσα αφαιρέθηκαν από τον Έλγιν. Το ερώτημα τι είδους Μουσείο θέλαμε δεν πιστεύω ότι τέθηκε ποτέ με τη σοβαρότητα που αρμόζει σε τέτοιου είδους εγχειρήματα. Έπρεπε να ‘ναι ένας ενιαίος ευέλικτος χώρος που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις μουσειολογικές απαιτήσεις των αρχαιολόγων ή μήπως ένας χώρος που θα απευθυνόταν σ’ αυτούς που θα ‘θελαν ν’ απολαύσουν τη θέα της Ακρόπολης; Θα ‘ταν ένα Μουσείο από το οποίο περιμέναμε να καρπωθούμε οφέλη κι’ υπεραξίες τουριστικής ανάπτυξης της Αθήνας; Κάπου ανάμεσα σ’ αυτά τα διλήμματα και τις προσπάθειες συνδυασμού τους χάθηκε οριστικά η ευκαιρία να επαναπροσδιορισθεί η σχέση των Αρχαιολογικών Χώρων με τη σύγχρονη Αθηναϊκή ζωή. Κι’ όμως υπήρξαν φωνές- και αρχιτεκτονικές προτάσεις- που έθεταν τα παραπάνω ερωτήματα και επιχείρησαν να τα απαντήσουν ήδη από την εποχή του πρώτου διεθνούς διαγωνισμού το 1990. Κανένας από αυτούς που αποφάσιζαν δεν βρήκε τα επιχειρήματά τους αρκετά πειστικά.

Η χωροθέτηση του Μουσείου ήταν ένα άλλο θέμα που απασχόλησε αρχιτέκτονες και πολεοδόμους από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Υπήρχαν διάφορες απόψεις και προτάσεις και το οικόπεδο Μακρυγιάννη, όπως συνηθίσαμε να ονομάζουμε τον χώρο που τελικά επελέγει, φαινόταν σαν μια απ’ τις χειρότερες επιλογές. Ο διατειθέμενος χώρος ήταν μικρός για να υποδεχθεί ένα τέτοιου μεγέθους Μουσείο, η δε γειτνίασή του με το διατηρητέο κτήριο Βάιλερ και την πυκνοδομημένη γειτονιά δημιουργούσε ασφυκτικές συνθήκες. Η εκ των υστέρων -σχετικά πρόσφατη- πρωτοβουλία αυτών που είχαν την ευθύνη επιλογής, για το γκρέμισμα των δυο, επίσης διατηρητέων, πολυκατοικιών της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αποτελεί την έμπρακτη αποδοχή των προβλημάτων από την πλευρά των αρμόδιων φορέων. Υπήρχαν όμως και άλλες προτάσεις που αγνοήθηκαν. Το οικόπεδο του «Διόνυσου», η Κοίλη αλλά και λύσεις που επιχειρούσαν να διασπάσουν τον όγκο σε επιμέρους οικόπεδα δημιουργώντας μια πορεία μέσα στην πόλη δεν προτιμήθηκαν. Η ιδέα ενός κτηρίου που βλέπει την Ακρόπολη αλλά και -κυρίως- το βλέπουν από αυτή εξέφραζε καλύτερα τον μεγαλοϊδεατισμό αυτών που αποφάσιζαν. Η «συνομιλία» του Μουσείου με την Ακρόπολη ήταν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που τους απασχολούσε, ένα σόφισμα που διατρέχει με συνέπεια όλες τις επιλογές δυο δεκαετιών.

Η Αρχιτεκτονική κρίνεται από το υλοποιημένο αποτέλεσμά της και η κρίση αυτή απαιτεί χρόνο. Τίποτα δεν μας εμποδίζει όμως σήμερα να επιχειρήσουμε μια πρώτη βόλτα και να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις. Πρώτ’ απ’ όλα μια αναγκαία διευκρίνιση. Δεν με ενοχλεί το μπετόν και το γυαλί, δεν συμμερίζομαι τις φωνές αυτών που αυτοαποκαλούνται «λάτρεις της κλασικής αρχιτεκτονικής», ούτε διακατέχομαι από κάποιου είδους «διάχυτη, συλλογική νοσταλγία» που με «ωθεί στην οικειότητα των μορφών και τη μικρομεσαία κλίμακα του παρελθόντος». Άλλα είναι όμως τα προβλήματα όπως η σχέση του Μουσείου με τον περίγυρό του και δεν αναφέρομαι μόνο στο μέγεθος του, αλλά και στις γωνιές που ξεπροβάλλουν απειλητικά ανάμεσα από τα υπάρχοντα κτίσματα. Η έλλειψη υπαίθριου μεταβατικού δημόσιου χώρου απαραίτητου για την ενσωμάτωσή του στον αστικό ιστό φτωχαίνει το σύνολο. Ο τουλάχιστον απλοϊκός χειρισμός της στροφής του γυάλινου όγκου της οροφής για να «συνομιλήσει» με τον Παρθενώνα – στεγάζει και το απαραίτητο καφέ – που δεν γίνεται αντιληπτός απ’ την στάθμη του δρόμου αφήνοντας αμήχανες γωνιώδεις απολήξεις. Δεν περνά εύκολα απαρατήρητη, όσο κι’ αν προσπαθήσει κανείς, ούτε η εχθρική είσοδος με το ογκώδες στέγαστρο, ενώ η υλική υπόσταση του κτηρίου και οι κατασκευαστικές του επιλογές δεν είναι αξιοζήλευτες, κινούμενες ανάμεσα στην κοινοτυπία και στην στιλπνότητα εμπορικού κέντρου. Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς ανακαλύπτοντας κι’ άλλα που τον ενοχλούν – όπως την ανασκαφή κάτω απ’ το τζάμι ή και άλλα που ίσως να δικαιώνουν αρχιτεκτονικές επιλογές που η σύντομη επίσκεψή μου δεν μου επέτρεψε ν’ αντιληφθώ.

Υπάρχει όμως κάτι που μπορούμε να θαυμάσουμε στο νέο μας απόκτημα; Η καθ’ ύψος ανάπτυξη τριών διαδοχικών κlpha;νάβων: της βάσης με τα υποστυλώματά της να ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τα ευρήματα των ανασκαφών, του κορμού με τις χαρακτηριστικές αιχμηρές γωνίες και του γυάλινου όγκου στην απόληξη του κτηρίου που στρέφεται παράλληλα στον Παρθενώνα, γιατί θα ‘πρέπε να μας συγκινεί; Δεν υπάρχει αναγκαστικά αντιστοιχία ανάμεσα σ’ αυτό που μπορεί να σκέφτεται ο αρχιτέκτονας για ένα έργο του και στο ίδιο του το έργο, ανάμεσα στην «πρόθεση» (στο βαθμό που μπορεί να βρεθεί ποια ήταν αυτή) και στην επενέργεια, την ακτινοβολία δηλαδή του έργου στην πόλη και στην κοινωνία. Κι’ αυτή είναι που έχει σημασία και δικαιώνει την Αρχιτεκτονική.

* Ο Δημήτρης Ησαΐας είναι Αρχιτέκτων