RSS

Category Archives: Σερίν Αριάν

Καλοσύνη, μια απαγορευμένη σήμερα ευχαρίστηση…

«Εχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε πως ο άνθρωπος δεν διαθέτει ίχνος φυσικής γενναιοδωρίας. Στην πλειονότητά μας είμαστε πεισμένοι πως ως άνθρωποι είμαστε βαθιά εχθρικοί οι μεν με τους δε, πως τα κίνητρά μας είναι εγωιστικά και τα αισθήματά μας μορφές προστατευτισμού.

Η καλοσύνη είναι σήμερα μια απαγορευμένη ευχαρίστηση. Κατά μία έννοια, είναι επικίνδυνη γιατί ακουμπά στην ευαισθησία των άλλων, στην ικανότητα να εντοπίζεις τις επιθυμίες και τους πόνους τους. Το να μπεις στη θέση των άλλων μπορεί να είναι πολύ δυσάρεστο. Ωστόσο, η ευχαρίστηση που προσφέρει, όπως όλες οι μεγάλες ανθρώπινες απολαύσεις, αν και επικίνδυνες εκ φύσεως, είναι από τις πιο ευεργετικές.

Το 1741, ο φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ βρισκόταν σε αντίθεση με μία φιλοσοφική σχολή η οποία θεωρούσε την ανθρωπότητα αθεράπευτα εγωιστική. Θεωρούσε πως εκείνοι που ήταν αρκετά ανόητοι για να αρνούνται την ύπαρξη της ανθρώπινης ευγένειας, δεν μπορούσαν να διακρίνουν την πραγματικότητα των αισθημάτων. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας -έως την εποχή του Χιουμ και πέρα, έως την αυγή της σύγχρονης εποχής-, οι άνθρωποι θεωρούνται εκ φύσεως καλοί. Εγκαταλείποντας την έννοια της καλοσύνης – και ιδιαίτερα τις καλές πράξεις- στερούμαστε μια ουσιαστική ευχαρίστηση για το δικό μας ευ ζην.

Ο όρος «καλοσύνη» καλύπτει αισθήματα που σήμερα ονομάζουμε αλληλεγγύη, γενναιοδωρία – και που στο παρελθόν ήταν γνωστή με άλλο όνομα, όπως φιλανθρωπία ή caritas, στα λατινικά. Η ακριβής σημασία αυτών των λέξεων ποικίλλει, αλλά προσδιορίζουν όλες γενικώς αυτό που ονόμαζαν στη Βικτοριανή εποχή «open heartedness», μεγαλοψυχία, δηλαδή, ευνοϊκή διάθεση απέναντι στον άλλον.

«Περισσότερο διαδεδομένη από την απομάκρυνση των ανθρώπων είναι η επιθυμία να εμποδίσεις αυτή την απομάκρυνση», έλεγε ο Γερμανός φιλόσοφος Αντόρνο, για να δηλώσει πως η απόσταση που διατηρούμε με τους άλλους μάς κάνει να αισθανόμαστε ασφαλείς αλλά συγχρόνως μας κάνει δυστυχισμένους, λες και η μοναξιά ήταν το αναπόφευκτο τίμημα για να προφυλαχτούμε.

Στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής ιστορίας, η κύρια παράδοση στο θέμα της καλοσύνης ήταν ο χριστιανισμός, που έδινε έναν ιερό χαρακτήρα στα γενναιόδωρα ένστικτα του ανθρώπου και τα καθιστούσε θεμέλιο μιας παγκόσμιας πίστης. Η χριστιανική αγάπη χρησίμευσε για αιώνες ως τσιμέντο που ένωνε τα άτομα σε μια κοινωνία. Από τον 16ο αιώνα, η χριστιανική εντολή «αγαπάτε αλλήλους ως εαυτόν» αρχίζει να υφίσταται τον ανταγωνισμό του ατομικισμού. Ο «Λεβιάθαν» του Τόμας Χομπς (1651), θεμελιώδες κείμενο του νέου ατομικισμού, θεωρούσε τη χριστιανική καλοσύνη σαν έναν ψυχολογικό παραλογισμό. Οι άνθρωποι -κατά τον Χομπς- είναι εγωιστικά ζώα που δεν νοιάζονται παρά για την προσωπική τους ευμάρεια και θεωρούν την ανθρώπινη ύπαρξη «έναν πόλεμο εναντίον όλων». Αυτές οι απόψεις χρειάστηκε χρόνος για να επικρατήσουν, αλλά στο τέλος του 18ου αιώνα αποτέλεσαν την ορθόδοξη σκέψη, παρά τις προσπάθειες του Χιουμ και άλλων.

Δύο αιώνες αργότερα φαίνεται πως όλοι είμαστε οπαδοί του Χομπς, πεισμένοι πως κινούμαστε από προσωπικό συμφέρον. Η καλοσύνη εμπνέει δυσπιστία και οι δημόσιες εκδηλώσεις της κρίνονται ως συναισθηματισμοί και ηθικολογίες. Το να δίνεται προτεραιότητα στις ανάγκες του άλλου είναι αξιέπαινο, αλλά σίγουρα όχι φυσιολογικό.

Σήμερα, μόνο μεταξύ γονιών και παιδιών γίνεται κατανοητή η καλοσύνη και μάλιστα ως υποχρεωτική. Η καλοσύνη -δηλαδή η διάθεση να αναλαμβάνεις την αδυναμία του άλλου, επομένως και τη δική σου- έγινε μια ένδειξη αδυναμίας. Ακόμη δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να λέμε πως οι γονείς θα πρέπει να σταματήσουν να είναι καλοί με τα παιδιά τους, αλλά έχουμε αναπτύξει στις κοινωνίες μας μια φοβία για την καλοσύνη, αποφεύγοντας τις καλές πράξεις και βρίσκοντας κάθε είδους δικαιολογίες προκειμένου να δικαιολογηθεί αυτή η αποστροφή.

Κάθε συμπάθεια είναι οίκτος για τον εαυτό μας, έλεγε ο Ντ. Χ. Λόρενς, και αυτή η φράση αντανακλά αυτό που εμπνέει σήμερα την καλοσύνη, η οποία θεωρείται είτε μια ευγενής μορφή εγωισμού είτε η χειρότερη μορφή αδυναμίας. Η πλειονότητα των ενηλίκων πιστεύει κρυφά πως η καλοσύνη είναι μια αρετή των ηττημένων. Αλλά το να μιλάμε για νικητές και ηττημένους δείχνει τη φοβική άρνησή μας γι’ αυτή. Γιατί αν υπάρχει κάτι που οι εχθροί της καλοσύνης -και όλοι είμαστε, σήμερα- δεν διερωτώνται ποτέ, είναι για ποιο λόγο μάς απασχολεί. Γιατί έχουμε την τάση να είμαστε καλοί με τους άλλους; Γιατί η καλοσύνη είναι σημαντική για εμάς; Η καλοσύνη έχει την ιδιαιτερότητα να αναγνωρίζεται στις περισσότερες περιπτώσεις και έτσι μπορούμε ευκολότερα να την αποφύγουμε. Γνωρίζουμε γενικώς τι πρέπει να κάνουμε για να είμαστε καλοί και αναγνωρίζουμε τις ευκαιρίες όταν είμαστε καλοί με εμάς και εκείνες που δεν είμαστε. Εχουμε γενικώς τα μέσα να το κάνουμε και αυτό μας προκαλεί ευχαρίστηση. Και όμως, αυτό μας αναστατώνει εξαιρετικά. Η έλλειψη καλοσύνης είναι η ασθένεια της εποχής μας.

«Ενα σημάδι πνευματικής υγείας», έγραφε το 1970 ο Βρετανός ψυχαναλυτής Donald Winnicott, «είναι η ικανότητα να μπεις με τη φαντασία στις σκέψεις, τα αισθήματα, τις ελπίδες και τους φόβους κάποιου άλλου και να αφήσεις και αυτόν τον κάποιον άλλο να κάνει το ίδιο με εσένα». Η έλλειψη καλοσύνης δηλώνει μια έλλειψη φαντασίας τόσο σοβαρής που απειλεί όχι μόνο την ευτυχία αλλά και την πνευματική μας υγεία. Το να νοιάζεσαι για τους άλλους, όπως έλεγε ο Ζαν Ζακ Ρουσό, είναι αυτό που μας κάνει ολοκληρωμένους ανθρώπους. Εξαρτιόμαστε οι μεν από τους δε, όχι μόνο για την επιβίωση αλλά και για την ύπαρξή μας. Ο άνθρωπος χωρίς συναισθηματικές σχέσεις είναι είτε δημιούργημα φαντασίας ή τρελός.

Ο καπιταλισμός δεν είναι φτιαγμένος για ανθρώπους με καρδιά. Ακόμη και οι οπαδοί του το αναγνωρίζουν, υπογραμμίζοντας συγχρόνως πως αν τα κίνητρα είναι κατά βάση υλικά, τα αποτελέσματά τους είναι επωφελή για την κοινωνία: η ελεύθερη επιχείρηση προάγει τον πλούτο και την ευτυχία για όλους. Οπως όλες οι ουτοπικές πεποιθήσεις, καταδεικνύει και αυτό μια οφθαλμαπάτη. Οι ελεύθερες αγορές καταστρέφουν τις κοινωνίες που τις αποδέχονται. Η μεγάλη παραδοξότητα του σύγχρονου καπιταλισμού, παρατηρεί ο θατσερικός φιλόσοφος Τζον Γκρέι, είναι ότι διαβρώνει τους κοινωνικούς θεσμούς που του επέτρεψαν να αναπτυχθεί: την οικογένεια, την καριέρα, τη συλλογικότητα. Για έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό Βρετανών και Αμερικανών, η «κουλτούρα της επιχείρησης» είναι συνώνυμη της υπερκόπωσης, του άγχους και της απομόνωσης. Η ανταγωνιστικότητα βασιλεύει. Μια ανταγωνιστική κοινωνία, μια κοινωνία που χωρίζει τους ανθρώπους σε νικητές και ηττημένους, δημιουργεί εχθρότητα και αδιαφορία. Η καλοσύνη εκφράζεται φυσικά, το ίδιο όμως συμβαίνει και με τη σκληρότητα και την επιθετικότητα.

Οταν υποβαλλόμαστε σε συνεχή πίεση, απομακρυνόμαστε από τους άλλους. Η αλληλεγγύη μειώνεται και η καλοσύνη αποδεικνύεται επικίνδυνη υπόθεση. Η παράνοια ανθεί και οι άνθρωποι αναζητούν το μαύρο πρόβατο που θα πληρώσει για τη δυστυχία μας. Βλέπουμε να αναπτύσσεται μια κουλτούρα σκληρότητας και κυνισμού που τροφοδοτείται από το φθονερό θαυμασμό για εκείνους που δείχνουν να ευημερούν σε αυτό το ανελέητο περιβάλλον των πλούσιων και διάσημων.

Οπως και να έχει το θέμα, καταλήγουν οι δύο επιστήμονες, είτε η καλοσύνη είναι απομεινάρι μιας άλλης εποχής είτε ένα στοιχείο του θρησκευτικού λεξιλογίου, πάντα θα την αποζητούμε, γνωρίζοντας πως δημιουργεί αυτή την οικειότητα, αυτή την εμπλοκή με τον άλλον που φοβόμαστε και συγχρόνως έχουμε μεγάλη ανάγκη. *


Οι ιππότες του αθεϊσμού

Κρίστοφερ Χίτσενς: Για μένα η θρησκεία είναι η χειρότερη επινόηση του ανθρώπου

Η «αθεϊστική αντίδραση» ξεκίνησε στη Βρετανία με πρωτοβουλία της δημοσιογράφου Αριάν Σερίν

Συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Βρετανός Κρίστοφερ Χίτσενς, που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ, είναι ένας μαχητικός άθεος. Συνεργάζεται με πολλά σοβαρά περιοδικά. Το αμερικανικό «Foreign Policy» τον τοποθέτησε στην πέμπτη θέση μεταξύ των εκατό σημαντικότερων διανοουμένων της εποχής μας. Το βιβλίο του «Ο Θεός δεν είναι μεγάλος» συμβάλλει σ’ αυτό που τα αμερικανικά ΜΜΕ ονομάζουν «επιστροφή των άθεων». Στη Βρετανία, γνωστοί διανοούμενοι είχαν ξεκινήσει αυτή την «αθεϊστική αντίδραση», με πρωτοβουλία της νεαρής δημοσιογράφου Αριάν Σερίν, συμμετέχοντας στην καμπάνια των αφισών με μηνύματα υπέρ του αθεϊσμού και του αγνωστικισμού πάνω σε λεωφορεία της βρετανικής πρωτεύουσας, αλλά και της Βαρκελώνης, ως απάντηση σε αντίστοιχη -με αντίθετο πνεύμα, φυσικά- αντίδραση Ευαγγελικών.

Ενάντια στις κραυγές και στους εκφοβισμούς των θρησκόληπτων κάθε δόγματος, μια μικρή ομάδα διανοουμένων αρχίζουν να υψώνουν τη φωνή τους στις αγγλοσαξονικές χώρες. Ο Τύπος τούς ονόμασε «τέσσερις ιππότες του νέου αθεϊσμού», σε αντιστοιχία με τους τέσσερις αγγέλους της Αποκάλυψης. Είναι ο Ρίτσαρντ Ντόουκινς, ο θεωρητικός της θεωρίας της εξέλιξης και συγγραφέας του βιβλίου «Το εγωιστικό Γονίδιο», ο Ντάνιελ Ντένετ, φιλόσοφος που ανακηρύχθηκε, το 2004, «ουμανιστής της χρονιάς», ο φιλόσοφος και συγγραφέας Σαμ Χάρις και ο Χίτσενς:

«Και οι τρεις συνάδελφοί μου έχουν γράψει πολλά βιβλία, ασκώντας ριζική κριτική στη θρησκεία. Τους κάλεσα σπίτι μου και γίναμε επισήμως “οι τέσσερις ιππότες του αθεϊσμού”, γιατί θεωρούμε πως πρέπει να δώσουμε τέλος στην επικράτηση του Θεού στον πλανήτη», λέει ο συγγραφέας στην εφημερίδα «Λιμπερασιόν».

Το βιβλίο του, που έχει υπότιτλο «Πώς η θρησκεία διαβρώνει τα πάντα», έχει ήδη γίνει μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ. Εξυπνο, γραμμένο με χιούμορ, τεκμηριωμένο, με βαθιές αναλύσεις κειμένων του Κορανίου, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, έγινε ανάρπαστο. Ο Χίτσενς δεν αφήνει κανένα χώρο για συμβιβασμούς και βάλλει κατά του Θεού με όλους τους τρόπους. Γιατί τόσο μίσος; «Γιατί, για μένα, δεν υπάρχουν ημίμετρα· η θρησκεία είναι η χειρότερη επινόηση του ανθρώπου», απαντά. «Είμαι μανιώδης άθεος κι αυτό το βιβλίο μου είναι το βιβλίο μιας ολόκληρης ζωής».

Τι ακριβώς λέει ο Χίτσενς στο βιβλίο του; Επαναλαμβάνει πως η θρησκεία είναι βάρβαρη και βίαιη, πως είναι ένα δηλητήριο και υπενθυμίζει πως το Κοράνι δικαιολογεί ακόμη και τη σκλαβιά. Θεωρεί το θρησκευόμενο άτομο, παρανοϊκό και για παράδειγμα αναφέρει πως, στη Νιγηρία, οι μουσουλμάνοι αρμόδιοι απαγόρευσαν στους πιστούς να εμβολιάζουν τα παιδιά τους κατά της πολιομυελίτιδας γιατί δήθεν το εμβόλιο ήταν ένα όπλο των Αμερικανών με το οποίο θα στείρωνε τους αληθινούς πιστούς. Επίσης, καταλογίζει στους θρησκευόμενους τον πόλεμο που κάνουν κατά του ανθρώπινου σώματος και του σεξ. «Αναθρεμμένοι να περιφρονούν τη μητέρα και τις αδελφές τους, οι φανατικοί μουσουλμάνοι ενηλικιώνονται χωρίς ποτέ να έχουν κάνει μια συζήτηση, χωρίς να έχουν μια κανονική σχέση με μια γυναίκα». Η σεξουαλική εμμονή των θρησκειών εκνευρίζει πολύ τον συγγραφέα: «Το Κοράνι -λέει στο περιοδικό “Μαριάν”- με κάνει να γελάω με όλες αυτές τις ατελείωτες σεξουαλικές απαγορεύσεις αλλά και την υπόσχεσή του για ένα άγριο όργιο στη μέλλουσα ζωή».

Ορισμένοι ωστόσο βλέπουν κάποια από τα επιχειρήματα του Χίτσενς με κριτική ματιά. Σύμφωνα με αυτούς, ο Βρετανός συγγραφέας έχει εμμονή με την κυριολεκτική ερμηνεία των ιερών κειμένων που χρησιμοποιούν οι φανατικοί. Λησμονεί τους μετριοπαθείς και δεν λαμβάνει υπόψη του τη γνώμη των λαών. «Ολοι οι μύθοι της δημιουργίας του κόσμου είναι ψεύτικοι», γράφει ο Χίτσενς, ο οποίος πιστεύει στην αιώνια σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας και αυτό γιατί, όπως πολλοί από τους συμπατριώτες του, εξακολουθεί να ερμηνεύει κατά λέξη τα θρησκευτικά κείμενα και αρνείται τον χαρακτήρα του μύθου και των συμβόλων που περιλαμβάνουν. Ετσι, αυτός ο αθεϊστικός πόλεμος, άλλοτε ευχάριστος και άλλοτε απογοητευτικός, έχει ως αποτέλεσμα να παραχωρεί στη θρησκεία μια ηγεμονία που στην πραγματικότητα δεν έχει.

Τι ζητά τελικά ο Χίτσενς; Μα να τον αφήσουν ήσυχο, αυτό τον έντιμο άνθρωπο και ορθολογιστή, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζεται, γιατί «οι φανατικοί θρησκευόμενοι δεν ησυχάζουν αν δεν καταφέρουν να γονατίσουν όλο τον κόσμο».

  • Από τη ΒΙΚΗ ΤΣΙΩΡΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 25/02/2009
 

Tags: