RSS

Εν ονόματι του «εθνικού οράματος»…

24 Jun

Του ΣΤΑΘΗ ΓΚΟΤΣΗ, Η ΑΥΓΗ: 21/06/2009

Σε δύσκολους καιρούς, οι άνθρωποι αναζητούν σύμβολα να κρατηθούν. Και η έναρξη λειτουργίας του Μουσείου Ακρόπολης είναι ένα τέτοιο σύμβολο (…) που συνοψίζει ταυτόχρονα την Αισθητική του Λόγου, το Ήθος της Ελευθερίας και τη Λογική της Ομορφιάς. (…) Αυτά που θα δείτε δεν είναι απλώς κομμάτι της Ιστορίας μας. Είναι κομμάτι του εαυτού μας. (…) Και πιο πολύ κομμάτι από την ψυχή μας, είναι αυτά που λείπουν. Και που προσδοκούμε πάντα – κι ελπίζουμε σύντομα – την επανένωσή τους με το μνημείο του οποίου αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα.

Αντώνης Σαμαράς, υπουργός Πολιτισμού

Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης (ΝΜΑ) δεν είναι απλώς ένα μουσειακό αρχιτεκτονικό κέλυφος. Πρόκειται για εργαλείο άσκησης πολιτικής, εκτός και (κυρίως) εντός συνόρων, καθώς η δημιουργία του συνδέθηκε με το αίτημα για την επανένωσή των μαρμάρων του Παρθενώνα με το μνημείο, όπως διατυπώθηκε από τη Μελίνα Μερκούρη τη δεκαετία του ’80. Μόνο που το «εθνικό» αυτό όραμα έπασχε: η ατμοσφαιρική ρύπανση της Αθήνας κατέστρεφε το μνημείο… Αντί να αντιμετωπιστεί η αιτία του προβλήματος, που θα απαιτούσε ριζική αλλαγή πολιτικών, προκρίθηκε η έμμεση αυτοϋπονόμευση του αιτήματος: επανένωση των γλυπτών μεν, αλλά όχι επί του μνημείου!

  • Οι αντιφάσεις ενός «οράματος»

Το ΝΜΑ, «κορυφαίο μνημείο πολιτικού καιροσκοπισμού», κατά τον Χρίστο Ντούμα (Καθημερινή, 6/6/09), σχεδιάστηκε με γνώμονα την εξυπηρέτηση του «εθνικού οράματος». Παγιδεύτηκε εξ αρχής σε μια εγγενή αντίφαση. Θα έπρεπε να «συνομιλεί» με τον Βράχο της Ακρόπολης, να υποκαθιστά εκθεσιακά την ενότητα του μνημείου, που δεν μπορούσε να επιτευχθεί in situ. Έτσι, επιβλήθηκε η χωροθέτησή του στο ακατάλληλο οικόπεδο Μακρυγιάννη. Για τη θέση αυτή, ο Άρης Κωνσταντινίδης (Η άθλια επικαιρότητα, Αθήνα 1991) ήταν κατηγορηματικός (και προφητικός): «Να μείνει, χίλιες φορές, το μουσείο έτσι όπως βρίσκεται απάνω στο Ιερό Βράχο (όσο κι αν είναι μίζερο και ελαττωματικό), παρά να διακινδυνέψουμε κάτι το βάναυσο και το αποτροπιαστικό». Δεν εισακούστηκε. Ούτε υπήρξε αναδίπλωση όταν, αναπόφευκτα, εντοπίστηκαν εκεί εξαιρετικά σημαντικές αρχαιότητες. «Αν το οικόπεδο ανήκε σε ιδιώτη (…) θα απαλλοτριωνόταν για να στηθούν τ’ αρχαία. Εδώ δεν χρειάστηκε. Τα αρχαία ανήκαν στο κράτος που είχε δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσει όπως ήθελε», σημειώνει δηκτικά ο γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας Βασίλης Πετράκος (ο Μέντωρ, Ιούνιος 2007).

Το αρχιτεκτόνημα των Τσουμί-Φωτιάδη δίχασε ειδικούς και μη. Ανεξάρτητα από τις απόψεις περί αισθητικής, πάντως, οι περισσότεροι συμφωνούν πως το ογκώδες κτίριο μοιάζει να ασφυκτιά στην πυκνοδομημένη γειτονιά του και να την συνθλίβει με την κλίμακά του. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, οι υπερασπιστές του αναπτύσσουν μια επιχειρηματολογία περί «εμβληματικού κτίσματος» και «αρχιτεκτονήματος αναφοράς». Προφανώς, πέφτουν σε μια νέα αντίφαση. Χρειάζεται η περιοχή ένα νέο τοπόσημο; Το ΝΜΑ υποτίθεται πως κτίστηκε για να εξυπηρετήσει τα μνημεία της Ακρόπολης, το κατεξοχήν έμβλημα της πόλης, και όχι για να τα ανταγωνιστεί! Ορισμένοι προώθησαν, μάλιστα, την ιδέα -που υιοθετήθηκε από τους προηγούμενους υπουργούς- της κατεδάφισης σειράς νεότερων κτιρίων, ανάμεσά τους και διατηρητέων, στο μέτωπο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, χάριν της ενίσχυσης της θέας προς την Ακρόπολη από το… πολυτελές εστιατόριο του Μουσείου. Η απόφαση, σε ευθεία αντίθεση με την έγκριση ανέγερσης του ΝΜΑ, προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών, ενώ η υπόθεση εκκρεμεί στο ΣτΕ.

  • Πέρα από τον «εθνικό» στόχο

Οι περιπέτειες της ανέγερσης του ΝΜΑ περιγράφουν τις αντιφάσεις της εθνικής ρητορείας που το συνοδεύουν. Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του υπογραμμίζουν τον πολιτικό του ρόλο. Σύμφωνα με τον υπουργό Πολιτισμού «τα εγκαίνια (…) σηματοδοτούν και ένα νέο πιλοτικό κοινωνικό πρότυπο μουσειακής πολιτικής» (συνέντευξη τύπου 20/5/09). Δεν εννοούσε μόνο την πολιτική μειωμένου εισιτηρίου ή την ύπαρξη «φροντιστών», «νέων παιδιών που θα έχουν σπουδάσει Αρχαιολογία», που θα εξυπηρετούν (εθελοντικά;) τους επισκέπτες. Προφανώς, αναφερόταν στη μουσειακή πολιτική που εισηγήθηκε ο προκάτοχός του, με τον ιδρυτικό Νόμο του ΝΜΑ. Παρά τις αντιδράσεις του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, η κυβέρνηση προχώρησε στη διοικητική και λειτουργική αυτονόμηση του Μουσείου από τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και στην αποκοπή του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Με τη μορφή του ΝΠΔΔ και διορισμένο από τον υπουργό Δ.Σ., το ΝΜΑ προικίστηκε με την «ευελιξία» στη διαχείριση εκθεμάτων, πόρων και εργαζομένων.

Ο πρόεδρος του Δ.Σ. Δημ. Παντερμαλής, επιχειρώντας να διασκεδάσει τις αιτιάσεις για επέκταση των εμπορικών χρήσεων στο Μουσείο, υπερασπίστηκε την «αντίληψη μιας ολοκληρωμένης διαχείρισης του επισκέπτη, ο οποίος πράγματι θέλει να πιει έναν καφέ μέσα στο μουσείο (…), για να αναστυλωθεί και να συνεχίσει να βλέπει (…) και αφοσιώνεται στη θέαση». Στην προσπάθειά του να κλείσει ένα σοβαρό θέμα, άνοιξε ένα εξίσου σημαντικό. Επανέφερε παρωχημένες μουσειακές αντιλήψεις: «τα αριστουργήματα μιλάνε μόνα τους»! Τοποθετημένα στο υψηλό τους βάθρο, αναμένουν το βλέμμα θαυμασμού του θεατή, για να του αποκαλύψουν αυτόματα την απαράμιλλη αξία τους… Η αντίληψη αυτή ακυρώνει κάθε προβληματισμό για ένα επιστημονικά δομημένο και αποτελεσματικό μουσειολογικό πρόγραμμα. Τα αξεπέραστα προβλήματα της μουσειολογικής-μουσειογραφικής μελέτης είχαν ήδη επισημανθεί και από το αρμόδιο Συμβουλίο Μουσείων, που εκλήθη -εκ των υστέρων!- να την εγκρίνει (βλ. Ματούλα Σκαλτσά, Το Βήμα, 22/2/09).

  • Μετά τα εγκαίνια

Το ΝΜΑ είναι γεγονός. Φορτωμένο με αντιφατικές προσδοκίες, με ορατές ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες. Στη διαδρομή του εξουδετέρωσε θεσμικά κατοχυρωμένες διαδικασίες, επιστημονικές δεοντολογίες και τεκμηριωμένες ενστάσεις, συκοφάντησε τις φωνές διαμαρτυρίας και τις (λιγοστές) συλλογικές αντιστάσεις. Μένει να κριθεί στην πράξη η θέση που θα πάρει στο μουσειακό χάρτη.

Ο «εθνικός» του στόχος, πάντως, μοιάζει εξαιρετικά δυσπρόσιτος. Γιατί ο «αντίπαλος» δεν είναι το Βρετανικό Μουσείο, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων διεθνώς, με τον οποίο είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι «εθνικώς αγορεύοντες» προτίθενται να συγκρουστούν. Είναι ενδεικτικό πως οι διευθυντές δεκαοχτώ μεγάλων μουσείων της Δύσης -συμπεριλαμβανομένου του βρετανικού- συνυπέγραψαν το 2002 τη «Διακήρυξη για τη σημασία και την αξία των παγκόσμιων μουσείων». Επικαλούμενοι την οικουμενικότητα, διεκδικούν το δικαίωμα εκπροσώπησης του παγκόσμιου πολιτισμού, αρνούνται επομένως κάθε συζήτηση για επιστροφή αρχαιοτήτων στους τόπους προέλευσής τους.

Όταν τα φώτα των εγκαινίων χαμηλώσουν, το ερώτημα θα επανέλθει: τι είδους δημόσια μουσεία θέλουμε όσοι, τουλάχιστον, επιμένουμε πως τα μνημεία χρειάζονται άλλη προσέγγιση για να γίνουν κατανοητά στους πολλούς, για να (ξανα)γίνουν κοινωνικά χρήσιμα, πέρα από ιδεολογικές χρήσεις και αγοραίες καταχρήσεις;

 

Leave a comment